-
1 ἄστοργος
ἄ-στοργος, ohne Liebe zu den Jungen; übh. grausam -
2 δυς-επί-μικτος
δυς-επί-μικτος, schwer umgänglich; Strab. 3, 3, 8, öfter; neben ἄστοργος Plut. Qu. Nat. 21.
-
3 ἀπό-στοργος
ἀπό-στοργος, = ἄστοργος, Plut.; ἀπεχϑής, Hesych.
См. также в других словарях:
ἄστοργος — without natural affection masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστοργος — η, ο (AM ἄστοργος, ον) ο χωρίς στοργή, ο άκαρδος, ο σκληρός αρχ. ο δίχως θέλγητρο ή γοητεία … Dictionary of Greek
άστοργος, -η — ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δείχνει αγάπη στα παιδιά του: Ήταν μητέρα σκληρή, άστοργη. 2. αυτός που δε δείχνει αγάπη, στοργή γενικά, σκληρός, άπονος: Σ όλους τους γύρω του, ό,τι κι αν τους τύχαινε, ήταν άστοργος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστόργως — ἄστοργος without natural affection adverbial ἄστοργος without natural affection masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστοργον — ἄστοργος without natural affection masc/fem acc sg ἄστοργος without natural affection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοργότεροι — ἄστοργος without natural affection masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοργότερος — ἄστοργος without natural affection masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόργοιο — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόργοις — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόργοισιν — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόργου — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)