Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄστοργος

См. также в других словарях:

  • ἄστοργος — without natural affection masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστοργος — η, ο (AM ἄστοργος, ον) ο χωρίς στοργή, ο άκαρδος, ο σκληρός αρχ. ο δίχως θέλγητρο ή γοητεία …   Dictionary of Greek

  • άστοργος, -η — ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δείχνει αγάπη στα παιδιά του: Ήταν μητέρα σκληρή, άστοργη. 2. αυτός που δε δείχνει αγάπη, στοργή γενικά, σκληρός, άπονος: Σ όλους τους γύρω του, ό,τι κι αν τους τύχαινε, ήταν άστοργος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστόργως — ἄστοργος without natural affection adverbial ἄστοργος without natural affection masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστοργον — ἄστοργος without natural affection masc/fem acc sg ἄστοργος without natural affection neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοργότεροι — ἄστοργος without natural affection masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοργότερος — ἄστοργος without natural affection masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόργοιο — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόργοις — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόργοισιν — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόργου — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»