Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄποδα

См. также в других словарях:

  • ἄποδα — ἄπους without foot neut nom/voc/acc pl ἄπους without foot masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδαμεῖ — ἀποδᾱμεῖ , ἀποδημέω to be away from home pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀποδᾱμεῖ , ἀποδημέω to be away from home pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόδαμον — ἀπόδᾱμον , ἀπόδημος away from one s country masc/fem acc sg (doric) ἀπόδᾱμον , ἀπόδημος away from one s country neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδαμεῖν — ἀποδᾱμεῖν , ἀποδημέω to be away from home pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδάμου — ἀποδά̱μου , ἀπόδημος away from one s country masc/fem/neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • Histoire des animaux (Aristote) — Pour les articles homonymes, voir Histoire des animaux. L’Histoire des Animaux (Grec ancien Περὶ Τὰ Ζῷα Ἱστορίαι ; Latin Historia Animalium) est un ouvrage zoologique écrit en langue grecque vers 343 av. J. C. par Aristote. Le traité d… …   Wikipédia en Français

  • SEPELIENDI — Ius inter mores sive ἔθη quae τοῖς ἐγγράφοις, i. e. scrito iuri opponit, post Legatorum iura, commemoratur Dioni Chrysostomo, περὶ ἔθους, μὴ κωλύειν τοὺς νεκρους θάπτειν. Non prohiberi, quo minus sepeliantur mortui. Et Seneca Pater l. 1. Controv …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ασκελής — (I) ἀσκελής, ές (Α) 1. ο πολύ ταλαιπωρημένος, ο καταβεβλημένος 2. επίρρ. ἀσκελές (αιτ. ουδ.) και ἀσκελέως επίμονα, τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως τύπος με πολλές ερμηνευτικές δυσχέρειες. Μαρτυρείται στον Όμηρο και τον Νίκανδρο. Το θέμα… …   Dictionary of Greek

  • ερπετό — και σερπετό, το (AM ἑρπετόν Α και αιολ. τ. ὄρπετον, Μ και ἑρπετό και ‘ρπετό και σερπετό) κάθε ζώο που έρπει με την κοιλιά, κυρίως το φίδι νεοελλ. 1. γένος φιδιών τής οικογένειας τών κολουβριδών 2. στον πληθ. τα ερπετά η τρίτη ομοταξία τών… …   Dictionary of Greek

  • ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»