-
1 άποδα
-
2 ἄποδα
-
3 αποδαμεί
ἀποδᾱμεῖ, ἀποδημέωto be away from home: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἀποδᾱμεῖ, ἀποδημέωto be away from home: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
4 ἀποδαμεῖ
ἀποδᾱμεῖ, ἀποδημέωto be away from home: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἀποδᾱμεῖ, ἀποδημέωto be away from home: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
5 απόδαμον
ἀπόδᾱμον, ἀπόδημοςaway from one's country: masc /fem acc sg (doric)ἀπόδᾱμον, ἀπόδημοςaway from one's country: neut nom /voc /acc sg (doric) -
6 ἀπόδαμον
ἀπόδᾱμον, ἀπόδημοςaway from one's country: masc /fem acc sg (doric)ἀπόδᾱμον, ἀπόδημοςaway from one's country: neut nom /voc /acc sg (doric) -
7 αχειρ
- χειρος adj. безрукий(ἄχειρα καὴ ἄποδα ζῷα Arst.; εἱκόνες Plut.)
τὰ ἄχειρα τοῦ σώματος Xen. — спина, тыл -
8 ιλυσπαομαι
(ῑλ), v. l. εἰλυσπάομαι ползать извиваясь, извиваться, пресмыкаться(ὥσπερ αἱ σκολόπενδραι Plut.)
ἄποδα καὴ ἰλυσπώμενα Plat. — (животные) безногие и пресмыкающиеся -
9 κυμαινω
1) волноваться, вздуваться(πόντος κυμαίνων Hom.)
κ. ἄνω καὴ κάτω Plat. — вздыматься и опускаться2) извиваться3) перен. бушевать, кипеть(κυμαίνοντα ἔπη Aesch.)
ἐὰν δ΄ αἱ ψυχαὴ κυμαίνωσι μειζόνως αὐτῶν Plat. — если их души кипят сильнее, чем они сами, т.е. если они не умеют владеть своими страстями4) приводить в волнение, волновать(τέν θάλατταν Luc.; μεγάλῳ πνεύματι κυμανθὲν τὸ πέλαγος Plut.)
-
10 αποδαμείν
-
11 ἀποδαμεῖν
-
12 αποδάμου
-
13 ἀποδάμου
-
14 καμπή
A winding, of a river, Hdt.1.185; Εὐβοΐδα κ., of the Euripus, A.Fr.30;τὰς κ. τῶν Χωρίων Aen.Tact.15.6
;τόπους καμπὰς ἔχοντας Ael.Tact.35.4
.II turning-post in a racecourse, ;καμπαῖσι δρόμων E.IA 224
(lyr.); εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν κ. Pl. Ion 537a: metaph., μῦθον ἐς καμπὴν ἄγε bring a speech to its goal (cf.καμπτήρ 11
), E.El. 659;καμπὴν ποιεῖσθαι Pl.Phd. 72b
.III in Music, turn, sudden change,εἴ τις κάμψειέν τινα καμπήν Ar.Nu. 969
; ἐξαρμονίους κ. Pherecr. 145.9, cf. ib. 28;καμπαὶ ᾀσμάτων Philostr.VS2.28
.2 Rhet., rounding off of a period, Cic.Att.1.14.4(pl.), Demetr.Eloc.10, 17.IV bend or flexure of a limb, τῶν ὤμων, τῶν ἰσχίων, τῶν δακτύλων, etc., Arist.HA 498a25sqq., cf. Pl.Ti. 74e; of the skull, οὐκ ἔχουσα καμπάς ib. 75c; οὐλὴ καμπῆ ([etym.] -ῇ)Χιρὸς δεξιᾶς Sammelb.7031.5
(i A.D.). -
15 καναχάποδα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καναχάποδα
-
16 κυμαίνω
Aἐκύμηνα Arr.An.2.10.3
: [tense] aor. 1 [voice] Pass.ἐκυμάνθην Plu.Ant.65
: ([etym.] κῦμα):—rise in waves, swell, ἐπὶ πόντον ἐβήσετο κυμαίνοντα over the billowy sea, Il.14.229, cf. Od.4.425, 570, etc.; of a pot, boil, Call.Fr.anon.41;κ. ἄνω καὶ κάτω Pl.Phd. 112b
; κυμανεῖ τὸ ὅλον Xuthusl. c.; κ. τῇ πορείᾳ undulate, of caterpillars, Arist.HA 551b7;τὰ ἄποδα.. κυμαίνοντα προέρχεται Id.IA 709a24
; of a line of soldiers, Plu.Pomp.69, cf. Arr.An. l.c.2 metaph., of restless passion, swell, seethe,κυμαίνοντ' ἔπη A.Th. 443
;ἄνθος ἥβας κυμαίνει Pi.P.4.158
; αἱ ψυχαὶ κ. μειζόνως, with passion, Pl.Lg. 930a;κ. ἐκ τῆς ἐπιθυμίας Ael.NA7.15
; ἐς τὴν ὁμιλίαν ib.15.9.3 trans., toss on the waves,τὸ δέπας Pherecyd.18
(a) J.; agitate,τὴν θάλατταν Luc.DMar.7.1
;οἴστρῳ κ. θεούς APl.4.196
(Alc. Mess.):—[voice] Pass., to be agitated,τὸ πέλαγος κ. Hp.Flat.3
, Plu. Ant. l.c., cf. Opp.H.4.676;πόθῳ Pi.Fr.123.3
; vibrate, Nicom.Harm. 3.II (κῦμα 11
) to swell, to be pregnant,κ. γαστέρα Opp.C.1.359
; κύστιδα ib.4.443;μαζοὶ.. γάλα -ουσι Marc.Sid.91
:—[voice] Med.,Σεμέλης κυμαίνετο γαστήρ Nonn.D.8.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυμαίνω
-
17 ἄχειρ
A without hands, ἄποδα καὶ ἄ. [ζῷα] Arist.HA 515b24; ἄ. καὶ ἄποδας [Ἑρμᾶς] Plu.2.797f, cf. Corn.ND16;τὰ ἄ.
hinder parts,X.
Cyr.3.3.45.
См. также в других словарях:
ἄποδα — ἄπους without foot neut nom/voc/acc pl ἄπους without foot masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδαμεῖ — ἀποδᾱμεῖ , ἀποδημέω to be away from home pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀποδᾱμεῖ , ἀποδημέω to be away from home pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόδαμον — ἀπόδᾱμον , ἀπόδημος away from one s country masc/fem acc sg (doric) ἀπόδᾱμον , ἀπόδημος away from one s country neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδαμεῖν — ἀποδᾱμεῖν , ἀποδημέω to be away from home pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδάμου — ἀποδά̱μου , ἀπόδημος away from one s country masc/fem/neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
Histoire des animaux (Aristote) — Pour les articles homonymes, voir Histoire des animaux. L’Histoire des Animaux (Grec ancien Περὶ Τὰ Ζῷα Ἱστορίαι ; Latin Historia Animalium) est un ouvrage zoologique écrit en langue grecque vers 343 av. J. C. par Aristote. Le traité d… … Wikipédia en Français
SEPELIENDI — Ius inter mores sive ἔθη quae τοῖς ἐγγράφοις, i. e. scrito iuri opponit, post Legatorum iura, commemoratur Dioni Chrysostomo, περὶ ἔθους, μὴ κωλύειν τοὺς νεκρους θάπτειν. Non prohiberi, quo minus sepeliantur mortui. Et Seneca Pater l. 1. Controv … Hofmann J. Lexicon universale
ασκελής — (I) ἀσκελής, ές (Α) 1. ο πολύ ταλαιπωρημένος, ο καταβεβλημένος 2. επίρρ. ἀσκελές (αιτ. ουδ.) και ἀσκελέως επίμονα, τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως τύπος με πολλές ερμηνευτικές δυσχέρειες. Μαρτυρείται στον Όμηρο και τον Νίκανδρο. Το θέμα… … Dictionary of Greek
ερπετό — και σερπετό, το (AM ἑρπετόν Α και αιολ. τ. ὄρπετον, Μ και ἑρπετό και ‘ρπετό και σερπετό) κάθε ζώο που έρπει με την κοιλιά, κυρίως το φίδι νεοελλ. 1. γένος φιδιών τής οικογένειας τών κολουβριδών 2. στον πληθ. τα ερπετά η τρίτη ομοταξία τών… … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek