-
21 άοικα
-
22 ἄοικα
-
23 άοικοι
-
24 ἄοικοι
-
25 αοικότερος
-
26 ἀοικότερος
-
27 αοίκοις
-
28 ἀοίκοις
-
29 αοίκου
-
30 ἀοίκου
-
31 αοίκους
-
32 ἀοίκους
-
33 αοίκω
-
34 ἀοίκῳ
-
35 αοίκων
-
36 ἀοίκων
-
37 δύσοικος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσοικος
-
38 εἰσοίκησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσοίκησις
-
39 ἀνέστιος
ἀνέστιος, ον,A without hearth and home, homeless, Il.9.63;ἄπαις τε κἀγύναιξ κἀνέστιος S.Fr.4
, cf. Ar.Eq. 1266;ἄοικος καὶ ἀ. Luc.Sacr. 11
, cf. Eus.Mynd.59: metaph.,ψυχή Max.Tyr.14.8
; savage,ἄγρη Opp.H.2.417
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέστιος
-
40 ἄνοικος
ἄνοικος, ον,A houseless, homeless,ἄ. ποιέειν τινά Hdt.3.145
; cf. ἄοικος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄνοικος
См. также в других словарях:
ἅοικος — ἄοικος , ἄοικος houseless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄοικος — houseless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άοικος — η, ο (AM ἄοικος, ον) 1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια μσν. νεοελλ. ο ακατοίκητος νεοελλ. άφαντος («έγινε άοικος» εξαφανίστηκε) αρχ. ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείς («ἄοικος εἰσοίκησις» κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη… … Dictionary of Greek
ἄοικον — ἄοικος houseless masc/fem acc sg ἄοικος houseless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοικότερος — ἄοικος houseless masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοίκοις — ἄοικος houseless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοίκου — ἄοικος houseless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοίκους — ἄοικος houseless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοίκων — ἄοικος houseless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοίκῳ — ἄοικος houseless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄοικα — ἄοικος houseless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)