-
41 ἁπτοί
-
42 απτούς
-
43 ἁπτούς
-
44 απτώ
-
45 ἁπτῷ
-
46 απτάς
-
47 ἁπτάς
-
48 απτή
-
49 ἁπτή
-
50 απτήν
ἀπτήνunfledged: masc /fem nom /voc sg——————ἁπτόςtangible: fem acc sg (attic epic ionic) -
51 δισύναπτος
δῐσύν-απτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δισύναπτος
-
52 δυσέξαπτος
δῠσέξ-απτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσέξαπτος
-
53 εὐέξαπτος
εὐέξ-απτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐέξαπτος
-
54 περίαπτος
περί-απτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίαπτος
-
55 τρίχαπτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίχαπτος
-
56 ἀσύναπτος
ἀσύν-απτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσύναπτος
-
57 ἐγκολαπτός
ἐγκολ-απτός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκολαπτός
-
58 ὁρατός
-
59 ἄαπτος
ἄ-απτος: unapproachable, invincible.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄαπτος
-
60 ἄαπτος
См. также в других словарях:
ἁπτός — tangible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απτός — ή, ό (AM ἀπτός, ή, όν) [άπτω] ο χειροπιαστός, ο ψηλαφητός … Dictionary of Greek
απτός — ή, ό αυτός που μπορεί κανείς να εγγίσει, χειροπιαστός: Δεν υπάρχουν απτές αποδείξεις για την ενοχή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁπτά — ἁπτός tangible neut nom/voc/acc pl ἁπτά̱ , ἁπτός tangible fem nom/voc/acc dual ἁπτά̱ , ἁπτός tangible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτῶν — ἁπτός tangible fem gen pl ἁπτός tangible masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτόν — ἁπτός tangible masc acc sg ἁπτός tangible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπταῖς — ἁπτός tangible fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπταί — ἁπτός tangible fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτοῖς — ἁπτός tangible masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτοί — ἁπτός tangible masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτοῦ — ἁπτός tangible masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)