-
1 απτος
31) осязаемый(ὁρατός καὴ ἁ. Plat.)
2) осязательный, осязающий(τὸ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι Arst.)
3) ощутительный, заметный(διαφοραί Arst.)
-
2 απτός
η, ό[ν]1) осязаемый; ощутимый, ощутительный; 2) очевидный, явный -
3 ααπτος
-
4 αναπτος
-
5 περιαπτος
2[adj. verb. к περιάπτω См. περιαπτω] досл. привешенный, перен. приданный извне, внешний (sc. ἡδονή Arst.) -
6 συναπτος
3[adj. verb. к συνάπτω См. συναπτω]1) соединенный, связанный(ἡνίαι Arph.)
2) связный(αἱ πράξεις Arst.)
См. также в других словарях:
ἁπτός — tangible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απτός — ή, ό (AM ἀπτός, ή, όν) [άπτω] ο χειροπιαστός, ο ψηλαφητός … Dictionary of Greek
απτός — ή, ό αυτός που μπορεί κανείς να εγγίσει, χειροπιαστός: Δεν υπάρχουν απτές αποδείξεις για την ενοχή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁπτά — ἁπτός tangible neut nom/voc/acc pl ἁπτά̱ , ἁπτός tangible fem nom/voc/acc dual ἁπτά̱ , ἁπτός tangible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτῶν — ἁπτός tangible fem gen pl ἁπτός tangible masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτόν — ἁπτός tangible masc acc sg ἁπτός tangible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπταῖς — ἁπτός tangible fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπταί — ἁπτός tangible fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτοῖς — ἁπτός tangible masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτοί — ἁπτός tangible masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτοῦ — ἁπτός tangible masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)