-
1 αμπεχόναι
ἀμπεχόνηfine shawl: fem nom /voc plἀμπεχόνᾱͅ, ἀμπεχόνηfine shawl: fem dat sg (doric aeolic) -
2 ἀμπεχόναι
ἀμπεχόνηfine shawl: fem nom /voc plἀμπεχόνᾱͅ, ἀμπεχόνηfine shawl: fem dat sg (doric aeolic) -
3 περονῆτις
περονῆτις, ἡ, = Folgdm, ἀμπεχόναι περονήτιδες, Antip. Sid. 82 (VII, 413).
-
4 περονητρίς
A robe fastened on the shoulder with a buckle or brooch, Theoc.15.21: as Adj., ἀμπεχόναι περονητρίδες cj. for - ήτιδες in AP7.413 (Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περονητρίς
-
5 τρίχαπτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίχαπτος
-
6 ἀραχνοϋφής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραχνοϋφής
См. также в других словарях:
ἀμπεχόναι — ἀμπεχόνη fine shawl fem nom/voc pl ἀμπεχόνᾱͅ , ἀμπεχόνη fine shawl fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπεχόνη — ἀμπεχόνη, η (Α) 1. λεπτός επενδύτης ή εσθήτα που φορούσαν οι γυναίκες ή θηλυπρεπείς άντρες 2. ενδυμασία, ενδύματα 3. (στον πληθυντικό) αἱ ἀμπεχόναι τρόποι ντυσίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπέχω + όνη* (πρβλ. πείρω περόνη, ἄγχω ἀγχόνη, ἄκαινα ἀκόνη,… … Dictionary of Greek