-
1 ανυτο
-
2 ανυω
ἀνύω, ἁνύωатт. тж. ἀνύτω и ἁνύτω, эп. тж. ἄνυμι (impf. ἤνυον и ἤνυτον, fut. ἀνύσω - эп. тж. ἀνύω, aor. ἠνῠσα, pf. ἤνῠκα; pass.: aor. ἠνύσθην, pf. ἤνυσμαι) реже med.1) завершать, заканчивать, исполнять(ἔργον Hom.; εἰκονα Anth.)
ἀνύσαι θάνατον Soph. — совершить убийство;ἀνύσαι ἀρωγὰν ἔς τινα Soph. — оказать помощь кому-л.;ἀπαγορεύων οὐδὲν ἤνυε Her. — своими попытками разубедить он ничего не добился;ἤνυσε περᾶν Aesch. — ему удалось пройти;ἀνύσασθαί τι παρά τινος Aesch. — добиться чего-л. от кого-л.;ἀνύσαι ἐκτόπιόν τι Soph. — удалить что-л. прочь;ἀνύσει εὐδαίμων ἐκ κείνων Soph. — он выйдет счастливым из этих обстоятельств;Ἀπόλλων οὐκ ἐκεῖνον ἤνυσεν φονέα γενέσθαι Soph. — не оправдалось предсказание Аполлона, что он (Эдип) станет убийцей;εἴ τι ἠνυσάμην Plat. — если я в чем-л. преуспел2) проделывать, совершать, проходить(πολλέν κέλευθον Aesch.; χιλίους σταδίους Plut.)
3) прибывать, приходить, достигать(πρὸς πόλιν Soph.; ἐπὴ ἀκτάν Eur.)
ποτανοὴ ἤνυσαν τὸν Ἅιδαν Eur. — они улетели в Аид;ζυγὰ δούλια ἀνύσαι Eur. — попасть в рабство;πῶς ἴσον εἰπὼν ἀνύσωμαι ; Aesch. — как найти мне (нужные) слова?;ἀμφὴ σὰς ἀϊόνας ἠνυτόμαν τροφαῖς Aesch. — я вырос(ла) на твоих берегах;γῆρας ἀνύσαι Anth. — дожить до старости4) торопиться, спешить(οὐ μέλλειν, ἀλλ΄ ἀνύτειν Arph.)
ἄνυε πράττων Arph. — поспеши, поскорее;δὸς ἀνύσας Luc. — давай поскорее5) претерпевать, переносить(ἐς τέλος μοίρας Theocr.)
6) приводить, доставлять(γαστρὴ φορβάν Soph.; med. τὰν ἀμνόν Theocr.)
ἁ. κράναν Theocr. — заставить забить источник;εἰς πομπέν καὴ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν ἀνύτει Plat. — это ведет к пышному пустословию7) уничтожать, истреблять(φλὸξ ἤνυσέν τινα Hom.; τρίτον μέρος τινός Pind.)
ὅ χρόνος ἄνυτο φεύγων Theocr. — время быстро уходило -
3 ανυω...
ἁνύω...ἀνύω, ἁνύωатт. тж. ἀνύτω и ἁνύτω, эп. тж. ἄνυμι (impf. ἤνυον и ἤνυτον, fut. ἀνύσω - эп. тж. ἀνύω, aor. ἠνῠσα, pf. ἤνῠκα; pass.: aor. ἠνύσθην, pf. ἤνυσμαι) реже med.1) завершать, заканчивать, исполнять(ἔργον Hom.; εἰκονα Anth.)
ἀνύσαι θάνατον Soph. — совершить убийство;ἀνύσαι ἀρωγὰν ἔς τινα Soph. — оказать помощь кому-л.;ἀπαγορεύων οὐδὲν ἤνυε Her. — своими попытками разубедить он ничего не добился;ἤνυσε περᾶν Aesch. — ему удалось пройти;ἀνύσασθαί τι παρά τινος Aesch. — добиться чего-л. от кого-л.;ἀνύσαι ἐκτόπιόν τι Soph. — удалить что-л. прочь;ἀνύσει εὐδαίμων ἐκ κείνων Soph. — он выйдет счастливым из этих обстоятельств;Ἀπόλλων οὐκ ἐκεῖνον ἤνυσεν φονέα γενέσθαι Soph. — не оправдалось предсказание Аполлона, что он (Эдип) станет убийцей;εἴ τι ἠνυσάμην Plat. — если я в чем-л. преуспел2) проделывать, совершать, проходить(πολλέν κέλευθον Aesch.; χιλίους σταδίους Plut.)
3) прибывать, приходить, достигать(πρὸς πόλιν Soph.; ἐπὴ ἀκτάν Eur.)
ποτανοὴ ἤνυσαν τὸν Ἅιδαν Eur. — они улетели в Аид;ζυγὰ δούλια ἀνύσαι Eur. — попасть в рабство;πῶς ἴσον εἰπὼν ἀνύσωμαι ; Aesch. — как найти мне (нужные) слова?;ἀμφὴ σὰς ἀϊόνας ἠνυτόμαν τροφαῖς Aesch. — я вырос(ла) на твоих берегах;γῆρας ἀνύσαι Anth. — дожить до старости4) торопиться, спешить(οὐ μέλλειν, ἀλλ΄ ἀνύτειν Arph.)
ἄνυε πράττων Arph. — поспеши, поскорее;δὸς ἀνύσας Luc. — давай поскорее5) претерпевать, переносить(ἐς τέλος μοίρας Theocr.)
6) приводить, доставлять(γαστρὴ φορβάν Soph.; med. τὰν ἀμνόν Theocr.)
ἁ. κράναν Theocr. — заставить забить источник;εἰς πομπέν καὴ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν ἀνύτει Plat. — это ведет к пышному пустословию7) уничтожать, истреблять(φλὸξ ἤνυσέν τινα Hom.; τρίτον μέρος τινός Pind.)
ὅ χρόνος ἄνυτο φεύγων Theocr. — время быстро уходило
См. также в других словарях:
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek
θρασύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.). Με τέχνασμά του παραπλάνησε τον βασιλιά της Λυδίας, Αλυάττη, ο οποίος πολιορκούσε την πόλη, και τον ανάγκασε όχι μόνο να συμμαχήσει με τους Μιλήσιους αλλά και να… … Dictionary of Greek
Αρχίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας, πολιτικός και συγγραφέας (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Μαζί με τον Θρασύβουλο και τον Άνυτο, ήταν επικεφαλής εκείνων που ανέτρεψαν το 403 π.Χ. τους Τριάκοντα τυράννους. Μετριοπαθής, προσπάθησε να πετύχει… … Dictionary of Greek
Δαμοφών — I (2ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τη Μεσσήνη της Πελοποννήσου. Διακρίθηκε ως μιμητής των έργων του Φειδία. Από τα έργα του ξεχωρίζουν το άγαλμα της μητέρας των θεών, της Λαφρίας Αρτέμιδος, της Υγείας, της Δήμητρας, του Τιτάνα Άνυτου και του Ασκληπιού … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λυκόσουρας (Αρκαδίας) — Το μουσείο της Λυκόσουρας χτίστηκε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, για να φιλοξενήσει τα κινητά ευρήματα από το ιερό της Δέσποινας, που ανασκάφηκε κοντά στην ομώνυμη αρχαία πόλη. Η Δέσποινα, κόρη της Δήμητρας και του Ποσειδώνα, ήταν θεότητα που… … Dictionary of Greek