-
1 άνοστος
-
2 ἄνοστος
-
3 ανοστος
-
4 άνοστος
η, ο [ος, ον ]1) невкусный; безвкусный, пресный; 2) неинтересный, непривлекательный, некрасивый; 3) неостроумный, плоский (о шутке и т. п.) -
5 ἄνοστος
ἄνοστ-ος, ον,A unreturning, without return,πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Od.24.528
;πάντες ἐγένοντο ἄ. Arist.Fr. 145
: [comp] Sup., never, never to return,AP
7.482.II = foreg. 11, Thphr.CP4.13.2 ([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄνοστος
-
6 ἄνοστος
ἄ-νοστος: without return (cf. ἀνόστιμος), Od. 24.528†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄνοστος
-
7 ἄνοστος
ἄ-νοστος, ohne Rückkehr, nicht zurückkehrend -
8 άνοστος
fade -
9 άνοστος
mdły przym. -
10 άνοστος
1) mdlý2) nudný -
11 άνοστος
1) bland2) vapidΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άνοστος
-
12 fade
άνοστος -
13 bland
άνοστος -
14 mdły
άνοστος -
15 lezzetsiz
άνοστος, ανάλατος -
16 безвкусный
безвкусный 1) (о пище) άνοστος 2) (неизящный) ακα λαίσθητος, χωρίς γούστο* * *1) ( о пище) άνοστος2) ( неизящный) ακαλαίσθητος, χωρίς γούστο -
17 невкусный
-
18 пресный
пресн||ыйприл1. ἀνούσιος, ἄνοστος / δζυμος (о хлебе):\пресныйая вода́ τό γλυκό νερό·2. пере ἡ. ἄνοστος, γλυκανάλατος:\пресныйые остроты τ' ἀνάλατα ἀστεΐα. -
19 άνοστον
-
20 ἄνοστον
См. также в других словарях:
ἄνοστος — unreturning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνοστος — (I) ἄνοστος, ον (Α) [νόστος «επιστροφή»] εκείνος που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην πατρίδα («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»). (II) η, ο (Α ἄνοστος, ον) [νόστος (II) «γεύση»] χωρίς νοστιμιά, άγευστος, ανούσιος νεοελλ. εκείνος που δεν προκαλεί… … Dictionary of Greek
άνοστος — η, ο επίρρ. α ανούσιος, άχαρος: Τα κοτόπουλα τα τελευταία χρόνια είναι τελείως άνοστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνόστως — ἄνοστος unreturning adverbial ἄνοστος unreturning masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοστον — ἄνοστος unreturning masc/fem acc sg ἄνοστος unreturning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστότερα — ἄνοστος unreturning neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόστους — ἄνοστος unreturning masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόστων — ἄνοστος unreturning masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοστοι — ἄνοστος unreturning masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανοστεύω — 1. γίνομαι άνοστος, ανοσταίνω 2. χάνω την ανοστιά μου («με αυτό το φάρμακο ξανοστεύει το στόμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. και στερ. ξ(ε) * + ανοστεύω (< άνοστος)] … Dictionary of Greek
Pontic Greek — language name=Pontic Greek nativename=Ποντιακά, Ρωμαίικα familycolor=Indo European states=Greece, Russia, Ukraine, Georgia, Kazakhstan, Turkey, Germany, The Netherlands region=Southeastern Europe speakers=324,535 fam2=Greek fam3=Koine… … Wikipedia