-
1 ανόστιμος
-
2 ἀνόστιμος
-
3 ανοστιμος
21) лишенный возможности вернутьсяἀνόστιμόν τινα θεῖναι Hom. — запретить кому-л. возвращение
2) безвозвратный(κέλευθος Eur.)
-
4 ἀνόστιμος
ἀνόστ-ιμος, ον,II (νόστος 11
) giving a low yield, of corn, Thphr.CP3.21.1 ([comp] Sup.); not nutritious, Sor.1.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνόστιμος
-
5 ἀνόστιμος
ἀ-νόστιμος ( νόστος): not returning; ἀνόστιμον ἔθηκαν, ‘cut off his return,’ Od. 4.182†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνόστιμος
-
6 ἀνόστιμος
ἀ-νόστιμος, (1) wer nicht zurückkehren kann (2) woraus man nicht zurückkehren kann; Früchte ohne Süßigkeit -
7 ανοστος
-
8 ανοστιμώτατα
ἀνόστιμοςnot returning: adverbial superlἀνόστιμοςnot returning: neut nom /voc /acc superl pl -
9 ἀνοστιμώτατα
ἀνόστιμοςnot returning: adverbial superlἀνόστιμοςnot returning: neut nom /voc /acc superl pl -
10 ανόστιμον
-
11 ἀνόστιμον
-
12 ἄνοστος
ἄ-νοστος: without return (cf. ἀνόστιμος), Od. 24.528†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄνοστος
См. также в других словарях:
ἀνόστιμος — not returning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανόστιμος — (I) ἀνόστιμος, ον (Α) [νόστιμος] 1. εκείνος του οποίου η επιστροφή εμποδίζεται 2. (για δρόμο) εκείνος μέσω του οποίου δεν μπορεί κάποιος να επιστρέψει. (II) ἀνόστιμος, ον (Α) ο μη γευστικός, ο ἄνοστος … Dictionary of Greek
ἀνοστιμώτατα — ἀνόστιμος not returning adverbial superl ἀνόστιμος not returning neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόστιμον — ἀνόστιμος not returning masc/fem acc sg ἀνόστιμος not returning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)