-
1 ανοδος
I2[ἀ-] бездорожный, непроходимый(ὁδός Eur.; ὄρος Xen.)
IIἥ [ἀνά I]1) дорога вверх, подъем Her., Plat., Polyb., Plut.2) восхождение, поднятие(τοῦ ὑγροῦ Arst.)
3) поход (поездка, путешествие) вглубь страны Her., Xen.4) возвращение Diog.L. -
2 άνοδος
η1) подъём, восхождение;άνοδος του όρους — подъём но гору;
2) подъём, развитие;η άνοδος της οικονομίας — подъём экономики;
З) подъём, дорога в гору;4) вступление (на трон, пост и т. п.); приход (к власти); 5) физ. анод -
3 απροσιτος
21) неприступный(ἄνοδος Polyb.; καταφυγή Diod.)
2) недоступный, недосягаемый(λόγοις παρρησία Plut.: ἥ δύναμις τοῦ λόγου Luc.)
-
4 επανοδος
- ου ἥ1) подъем, вознесение2) возвращение(εἰς τέν Ἑλλάδα Plut.)
3) рит. сжатое повторение изложенного, рекапитуляция Plat., Arst. -
5 ανόδιον
το физ. см. άνοδος 5 -
6 εξουσία
η власть;πατρική εξουσία — отцовская власть;
κρατική εξουσία — государственная власть;
νομοθετική (εκτελεστική) εξουσία — законодательная (исполнительная) власть;
τα όργανα της εξουσίας — органы власти;
κατάχρηση εξουσίας — злоупотребление властью;
η ανοδος ( — или ο ερχομός) στην εξουσία — приход к злости;
η κατάληψις της -'ας захват власти;κατέχω την εξουσία — стоять у власти;
δίδω την εξουσία σε κάποιον — давать власть кому-л.;
έχω την εξουσία να κάνω κάτι — иметь право (по закону) делать что-л.;
δεν είναι στην εξουσία μου — это не в моей власти;
κάτω από την εξουσί... — под властью кого-чего-л.
-
7 ρυθμός
ο1) ритм; ритмичность, размеренность; 2) стройность; симметрия; 3) темп;η άνοδος τού ρυθμού της παραγωγής — рост темпов производства;
ρυθμοί ανάπτυξης темпы роста;4) стиль (зданий, мебели, посуды и т. п.); ордер (архит.); 5) муз. такт;σημαίνω τον ρυθμό — отбивать такт;
βηματίζω με ρυθμό — шагать в такт;
παίζω στον ρυθμό — играть в такт;
6) размер (стиха)
См. также в других словарях:
ἄνοδος — 1 having no way masc/fem nom sg ἄνοδος 2 way up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνοδος — Το θετικό ηλεκτρόδιο ενός ηλεκτρολυτικού στοιχείου, θερμοηλεκτρονικής λυχνίας και γενικά κάθε διάταξης μέσα στην οποία περνά ηλεκτρικό ρεύμα από ένα υγρό ή αέριο. * * * (I) άνοδος, ον (Α) ο τόπος που δεν έχει δρόμο ή πέρασμα. (II) η (AM ἄνοδος) 1 … Dictionary of Greek
άνοδος — η 1. το ανέβασμα: Συνεχής άνοδος της τιμής του χρυσού στον κόσμο. 2. (φυσ.), το θετικό ηλεκτρόδιο ηλεκτρικού στοιχείου ή στήλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνόδως — ἄνοδος 1 having no way adverbial ἄνοδος 1 having no way masc/fem acc pl (doric) ἄνοδος 2 way up fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοδον — ἄνοδος 1 having no way masc/fem acc sg ἄνοδος 1 having no way neut nom/voc/acc sg ἄνοδος 2 way up fem acc sg ἀνόδων toothless masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόδοις — ἄνοδος 1 having no way masc/fem/neut dat pl ἄνοδος 2 way up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόδου — ἄνοδος 1 having no way masc/fem/neut gen sg ἄνοδος 2 way up fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόδους — ἄνοδος 1 having no way masc/fem acc pl ἄνοδος 2 way up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόδων — ἄνοδος 1 having no way masc/fem/neut gen pl ἄνοδος 2 way up fem gen pl ἀνόδων toothless masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόδῳ — ἄνοδος 1 having no way masc/fem/neut dat sg ἄνοδος 2 way up fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοδοι — ἄνοδος 1 having no way masc/fem nom/voc pl ἄνοδος 2 way up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)