Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἄνιππος

См. также в других словарях:

  • ἄνιππος — without horse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνιππος — η, ο (Α ἄνιππος, ον) αυτός που δεν έχει άλογο ή άλογα αρχ. 1. αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό ως ιππέας 2. ανίκανος για ιππασία 3. (για τόπο) ακατάλληλος και απρόσφορος για ιππασία ή για εκτροφή αλόγων …   Dictionary of Greek

  • ἄνιππον — ἄνιππος without horse masc/fem acc sg ἄνιππος without horse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίπποις — ἄνιππος without horse masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίππους — ἄνιππος without horse masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίππων — ἄνιππος without horse masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνιππα — ἄνιππος without horse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνιπποι — ἄνιππος without horse masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • χερσάνιππος — ὁ, Α πεζός φρουρός περιοχής τής ερήμου, σε αντιδιαστολή προς τον έφιππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄνιππος «αυτός που δεν έχει άλογο»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»