-
1 άνθρακα
-
2 ἄνθρακα
-
3 άνθρακ'
ἄνθρακα, ἄνθραmasc acc sgἄνθρακι, ἄνθραmasc dat sgἄνθρακε, ἄνθραmasc nom /voc /acc dualἄνθρακα, ἄνθραξcharcoal: masc acc sgἄνθρακι, ἄνθραξcharcoal: masc dat sgἄνθρακε, ἄνθραξcharcoal: masc nom /voc /acc dual -
4 ἄνθρακ'
ἄνθρακα, ἄνθραmasc acc sgἄνθρακι, ἄνθραmasc dat sgἄνθρακε, ἄνθραmasc nom /voc /acc dualἄνθρακα, ἄνθραξcharcoal: masc acc sgἄνθρακι, ἄνθραξcharcoal: masc dat sgἄνθρακε, ἄνθραξcharcoal: masc nom /voc /acc dual -
5 άνθραχ'
ἄνθρακα, ἄνθραmasc acc sgἄνθρακι, ἄνθραmasc dat sgἄνθρακε, ἄνθραmasc nom /voc /acc dualἄνθρακα, ἄνθραξcharcoal: masc acc sgἄνθρακι, ἄνθραξcharcoal: masc dat sgἄνθρακε, ἄνθραξcharcoal: masc nom /voc /acc dual -
6 ἄνθραχ'
ἄνθρακα, ἄνθραmasc acc sgἄνθρακι, ἄνθραmasc dat sgἄνθρακε, ἄνθραmasc nom /voc /acc dualἄνθρακα, ἄνθραξcharcoal: masc acc sgἄνθρακι, ἄνθραξcharcoal: masc dat sgἄνθρακε, ἄνθραξcharcoal: masc nom /voc /acc dual -
7 περιβόσκομαι
περιβόσκομαι, of beasts, fishes, etc.,A feed on all round, Nic.Al. 391, Th. 611, Luc.Asin.17 ; of tribes,π. ἔθνεα γαῖαν D.P.383
: metaph.,οὐδέ ποτε χθιζὸν περιβόσκεται ἄνθρακα τέφρη Call.Ap.84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβόσκομαι
-
8 ἐξεγείρω
A awaken, S.OT65, Tr. 978:—[voice] Pass., to be awaked,ὑπαὶ κώνωπος A.Ag. 892
; wake up, Hdt.1.34, E.Or. 1530: [tense] aor.2 [voice] Med.ἐξηγρόμην Ar.Ra.51
; [dialect] Ep.[ per.] 3pl.ἐξέγροντο Theoc.24.21
; [ per.] 3sg.ἐξέγρετο Hsch.
; inf.ἐξεγρέσθαι Pl.Smp. 223c
; ἐξεγρόμενος ibid.: so also [tense] pf. [voice] Act.ἐξεγρήγορα Ar.Av. 1413
: [ per.] 2sg. [tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐξέγρης· ἐξηγέρθης, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξεγείρω
См. также в других словарях:
ανθράκα — η βλ. ανθρακιά … Dictionary of Greek
ἄνθρακα — ἄνθρα masc acc sg ἄνθραξ charcoal masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρακας ή νόσος του άνθρακα — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο βακτηρίδιο ή βάκιλο του ά., μικρόβιο που παράγει σπόρους ανθεκτικότατους στους φυσικούς και χημικούς παράγοντες. Προσβάλλει συνήθως πρόβατα, χοίρους, βοοειδή και άλογα, και γι’ αυτό μπορεί να… … Dictionary of Greek
διοξείδιο του άνθρακα — Αέριο (CO2) που βρίσκεται ελεύθερο στη φύση και είναι βαρύτερο από τον αέρα. Βλ. λ. άνθρακας … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα — (ΕΚΑΧ). Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση (Ιστορία) … Dictionary of Greek
ἄνθρακ' — ἄνθρακα , ἄνθρα masc acc sg ἄνθρακι , ἄνθρα masc dat sg ἄνθρακε , ἄνθρα masc nom/voc/acc dual ἄνθρακα , ἄνθραξ charcoal masc acc sg ἄνθρακι , ἄνθραξ charcoal masc dat sg ἄνθρακε , ἄνθραξ charcoal masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθραχ' — ἄνθρακα , ἄνθρα masc acc sg ἄνθρακι , ἄνθρα masc dat sg ἄνθρακε , ἄνθρα masc nom/voc/acc dual ἄνθρακα , ἄνθραξ charcoal masc acc sg ἄνθρακι , ἄνθραξ charcoal masc dat sg ἄνθρακε , ἄνθραξ charcoal masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… … Dictionary of Greek
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek