-
1 άνθρακ'
ἄνθρακα, ἄνθραmasc acc sgἄνθρακι, ἄνθραmasc dat sgἄνθρακε, ἄνθραmasc nom /voc /acc dualἄνθρακα, ἄνθραξcharcoal: masc acc sgἄνθρακι, ἄνθραξcharcoal: masc dat sgἄνθρακε, ἄνθραξcharcoal: masc nom /voc /acc dual -
2 ἄνθρακ'
ἄνθρακα, ἄνθραmasc acc sgἄνθρακι, ἄνθραmasc dat sgἄνθρακε, ἄνθραmasc nom /voc /acc dualἄνθρακα, ἄνθραξcharcoal: masc acc sgἄνθρακι, ἄνθραξcharcoal: masc dat sgἄνθρακε, ἄνθραξcharcoal: masc nom /voc /acc dual -
3 ἀνθρακεύς
A charcoal-maker, Aesop.59, Cic.Att. 15.5.1 (cj.), Them.Or.21.245a, App.BC4.40:—also [suff] ἀνθρᾰκ-ευτής, οῦ, ὁ, And.Fr.4, Ael.NA1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακεύς
-
4 ἀνθρακιά
A burning charcoal, hot embers,ἀνθρακιὴν στορέσαι Il.9.213
;ὑποθεῖναι Hp.Nat.Mul.61
; ἀνθρακιᾶς ἄπο a broil hot from the embers, E.Cyc. 358, cf. AP6.105 (Apollonid.);ἐπ' ἀνθρακιᾶς ὀπτῆσαι Cratin. 143
; σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει warms himself at your fire, Ar.Eq. 780: metaph. of lovers, τιθέναι τινὰ ὑπὸ ἀνθρακιῆ orἀνθρακιήν AP12.17
,166 (Asclep.); Κύπριδος ἀ. ib.5.210 (Posidipp.).2 black sooty ashes, ib.11.66 (Antiphil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακιά
-
5 ἀνθρακίτης
A gem, Plin.HN36.148.II fem. [suff] ἀνθρᾰκ-ῖτις, ιδος, a kind of coal, ib.37.99.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακίτης
-
6 ἀνθρακάριος
ἀνθρᾰκ-άριος·A carbonarius, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακάριος
-
7 ἀνθρακεία
ἀνθρᾰκ-εία, ἡ,A making of charcoal, Thphr.HP3.8.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακεία
-
8 ἀνθρακευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακευτός
-
9 ἀνθρακεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακεύω
-
10 ἀνθρακηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακηρός
-
11 ἀνθρακίας
A burnt to a cinder, Luc.Icar. 13, cf. DMort.20.4,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακίας
-
12 ἀνθρακίδες
ἀνθρᾰκ-ίδες, αἱ,A small fish for frying, Philyll. 13.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακίδες
-
13 ἀνθρακίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακίζω
-
14 ἀνθράκινος
2 ἀνθρακίνου βαφή blue dye (woad), PHolm.18.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθράκινος
-
15 ἀνθράκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθράκιον
-
16 ἀνθρακοβότανον
A betony, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακοβότανον
-
17 ἀνθρακοειδής
ἀνθρᾰκ-οειδής, ές,A like, or of the colour of, coal, Ph.1.383.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακοειδής
-
18 ἀνθρακοθήκη
ἀνθρᾰκ-οθήκη, ἡ,A coal-cellar, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακοθήκη
-
19 ἀνθρακοκαύστης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακοκαύστης
-
20 ἀνθρακόομαι
A to be burnt to cinders or ashes,κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος A. Pr. 374
, cf. E.Cyc. 614, Thphr.Lap.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρακόομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄνθρακ' — ἄνθρακα , ἄνθρα masc acc sg ἄνθρακι , ἄνθρα masc dat sg ἄνθρακε , ἄνθρα masc nom/voc/acc dual ἄνθρακα , ἄνθραξ charcoal masc acc sg ἄνθρακι , ἄνθραξ charcoal masc dat sg ἄνθρακε , ἄνθραξ charcoal masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
επανθρακίδες — ἐπανθρακίδες, αι (Α) τα ψάρια που ψήνονται πάνω σε κάρβουνα ή ψάρια για τηγάνισμα («ἡνίκ ἄν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθρακ ίδες «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»] … Dictionary of Greek
καλιούχος — α, ο αυτός που περιέχει κάλιον («καλιούχα λιπάσματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλιο + ούχος (< έχω), πρβλ. ανθρακ ούχος, χλωρι ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
καμινίτης — καμινίτης, ὁ (Α) (για άρτο) ψημένος σε φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ανθρακ ίτης, κλιβαν ίτης)] … Dictionary of Greek
καπνίτις — καπνῑτις και καπνίτης, ἡ (Α) ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + ῖτις (πρβλ. ανθρακ ίτις, κεντρ ίτις). Το φυτό «καπνίτις» έλαβε αυτή την ονομασία είτε λόγω τού χρώματος τών φύλλων του είτε, πράγμα που φαίνεται λιγότερο πιθανό, επειδή ο χυμός… … Dictionary of Greek
κρυσταλλωρυχείο — το ορυχείο κρυστάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + ορυχείο (< ορύττω). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ανθρακ ωρυχείο, χρυσ ωρυχείο). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού… … Dictionary of Greek
μηλίτις — μηλῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) ονομασία ενός πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. ῖτις (πρβλ. ανθρακ ίτις, μολυβδ ίτις)] … Dictionary of Greek
μιλτωρύχος — μιλτωρύχος, ον (Α) αυτός που εξορύσσει μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. ανθρακ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ομφακηρός — ὀμφακηρός, ά, όν (Α) 1. προορισμένος για τοποθέτηση ή φύλαξη ομφάκων, δηλ. άγουρων σταφυλιών («ἀγγεῑα ὀμφακηρά», Φιλάγρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀμφακηρά στρογγυλό λαγήνι, προχόη, κανάτα οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ.… … Dictionary of Greek
πυρκαϊά — η, ΝΜΑ, και πυρκαγιά Ν, και πυρκαιά και ιων. τ. πυρκαϊή και πυρκαά Α φωτιά που κατακαίει μεγάλη έκταση, που εκτείνεται σε μεγάλο χώρο («πυρκαγιά τού δάσους») αρχ. 1. ο τόπος τής νεκρικής πυράς 2. εμπρησμός, πυρπόληση 3. υπολείμματα φωτιάς 4. μτφ … Dictionary of Greek