Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄνεργος

См. также в других словарях:

  • άνεργος — η, ο (Α ἄνεργος, ον) [έργον] αυτός που δεν έχει εργασία, δεν εργάζεται, εκείνος που είναι χωρίς δουλειά αρχ. 1. απραγματοποίητος ανεκτέλεστος 2. ακατέργαστος, αδούλευτος 3. αδρανής, οκνηρός 4. φρ. «έργα άνεργα» ολέθρια έργα …   Dictionary of Greek

  • άνεργος — η, ο αυτός που ζητά δουλειά και δε βρίσκει: Είχε φάει όλες του τις οικονομίες, γιατί ήταν άνεργος κάμποσους μήνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄνεργον — ἄνεργος not done masc/fem acc sg ἄνεργος not done neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άεργος — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ἄνεργ' — ἄνεργα , ἄνεργος not done neut nom/voc/acc pl ἄνεργε , ἄνεργος not done masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδουλος — (I) ἄδουλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός 2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοῦλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί,… …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • αν- — (Α ἀν ) στερ. μόρφημα (άνεργος, αναίτιος, ανίδεος κ. τ. ό) βλ. Α, α (το α ως πρόθεμα, 1. στερητικό) …   Dictionary of Greek

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»