-
1 ανδρια
-
2 ανδρεια
I.Iv. l. ἀνδρία, ион. ἀνδρηΐη ἥ1) мужество, отвага, доблесть Trag., Her., Thuc., Xen., Plat., Arst.2) подвиг, доблестный поступок Plat.IIf к ἀνδρεῖος См. ανδρειοςII.IIIτά (sc. εἵματα) мужская одежда Diog.L. -
3 ανανδρια
Luc. ἀνανδρηΐη ἥ1) отсутствие мужества, малодушие, тж. робость, трусость Aesch., Eur., Thuc., Isocr., Plat., Arst., Plut.2) оскопление, скопчество Luc.3) женское безбрачие (девичество или вдовство) Plut. -
4 ευανδρια
ἥ1) изобилие людей (преимущ. настоящих, мужественных) Xen.2) мужество, храбрость Plut., Diog.L.ἡ εὐ. διδακτός Eur. — мужеству можно научиться
-
5 θρασος
1) храбрость, отвага(ἀνδρία δύναμιν ἔχουσα θ. ἐστίν Arst.)
θ. πολέμων Pind. — воинская храбрость;θ. ἰσχύος Soph. — смелая уверенность в своих силах2) преимущ. дерзость, наглость(αἰδὼς μᾶλλον ἢ θ. Arst.)
προβαίνειν ἐπ΄ ἔσχατον θράσους Soph. — дойти до крайней дерзости;ἐγώ σε παύσω τοῦ θράσους Arph. — я отучу тебя от наглости -
6 κακανδρια
-
7 κενανδρια
-
8 ολιγανδρια
-
9 φιλανδρια
ἥ1) любовь к мужчинам, мужелюбие (sc. Ἑλένης Eur.)2) любовь к своему мужу (sc. τῆς Ἀλκυόνος Luc.)
См. также в других словарях:
Ἀνδρία — Ἀνδρίᾱ , Ἄνδριος fem nom/voc/acc dual Ἀνδρίᾱ , Ἄνδριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρία — ἀνδρίᾱ , ἀνδρεία may fem nom/voc/acc dual ἀνδρίᾱ , ἀνδρεία may fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀνδρίον manikin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνδρίᾳ — Ἀνδρίᾱͅ , Ἄνδριος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρίᾳ — ἀνδρίαι , ἀνδρεία may fem nom/voc pl ἀνδρίᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανδρία — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη στην Ήλιδα, που την αναφέρει o Στέφανος Βυζάντιος. 2. Πόλη της Μακεδονίας. 3. Πόλη της Φρυγίας. Λεγόταν και Άνδειρα … Dictionary of Greek
Ἀνδρίας — Ἀνδρίᾱς , Ἄνδριος fem acc pl Ἀνδρίᾱς , Ἄνδριος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρίας — ἀνδρίᾱς , ἀνδρεία may fem acc pl ἀνδρίᾱς , ἀνδρεία may fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδριάς — ἀνδριά̱ς , ἀνδριάς image of a man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνδρίαι — Ἀνδρίᾱͅ , Ἄνδριος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνδρίαν — Ἀνδρίᾱν , Ἄνδριος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρίαν — ἀνδρίᾱν , ἀνδρεία may fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)