-
1 άνας
ἄνᾱς, ἄναking: fem acc plἄνᾱς, ἄναking: fem gen sg (doric aeolic)ἄνᾱς, ἄνηfulfilment: fem acc plἄνᾱς, ἄνηfulfilment: fem gen sg (doric aeolic) -
2 ἄνας
ἄνᾱς, ἄναking: fem acc plἄνᾱς, ἄναking: fem gen sg (doric aeolic)ἄνᾱς, ἄνηfulfilment: fem acc plἄνᾱς, ἄνηfulfilment: fem gen sg (doric aeolic) -
3 Κυράνα
Κῠρᾱνα (-α, -ας, -ᾳ -αν, -α.)a the city of Cyrene in Libya, founded by Battos as a colony of Thera. εὐίππου βασιλῆι Κυράνας Arkesilas P. 4.2σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφανεν Κυράνᾳ P. 4.62
τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας P. 4.276
ἐπέγνω μὲν Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων P. 4.279
νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν, ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73
b the nymph Cyrene, daughter of Hypseus.ἄστυ χρυσοθρόνου διανέμειν θεῖον Κυράνας P. 4.261
τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον Ἀφροδίτας ἀειδόμενον (- άνᾳ coni. Er. Schmid; - άνας Schr.) P. 5.24 ταμίᾳ Κυράνας Battos P. 5.62Κυράνας ἀγακτιμέναν πόλιν P. 5.81
γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν (sc. Ὑψεύς) P. 9.18 -
4 σείω
Aσεῖον Od.3.486
; [dialect] Ion. σείασκον ([etym.] ἀνας-) h.Ap. 403 (v.l. ἀνασσείσασκε): [tense] fut. , ([etym.] δια-) Hdt.6.109, ([etym.] ἐπι-) E.Or. 613: [tense] aor. , Ar.Ach.12, etc.; [dialect] Ep.σεῖσα Il.15.321
: [tense] pf. σέσεικα ([etym.] κατα-) Philem.84, ([etym.] ἐν-) Luc.Merc.Cond.30:—[voice] Med., [tense] aor. ἐσεισάμην ([etym.] ἀπ-) Thgn.348, Hdt.7.88, Ar.Nu. 287, Pl.Grg. 484a; [dialect] Ep.σείσατο Il.8.199
,ἐσείσατο Call.Ap.1
, etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐσείσθην Hdt.6.98
, etc.: [tense] pf.σέσεισμαι Pi.P.8.94
, Ar.Nu. 1276:—shake, move to and fro, Hom. (esp. in Il.); σ. ἐγχείας, ἔγχεα, μελίην, shake the poised spear, Il.3.345, 13.135 ([voice] Pass.), 22.133, etc.;αἰγίδα 15.321
; σανίδας ς. shake the door, 9.583; of chariot horses,σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες Od.3.486
; σ. λόφον, of a warrior, Alc.22, A.Th. 385; ἡνίας χεροῖν ς. S.El. 713; (anap.); σ. χαίτην, etc., Anacr.49, E.Cyc.75 (lyr.), Med. 1191;εὔπτερον δέμας Id. Ion 1204
; κάρα ς., as sign of discontent, S.Ant. 291; but of one dancing, E.Ba. 185; ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ ς. X.Cyn. 3.4.2 of earthquakes, which were attributed to Poseidon (cf. Pl.Cra. 403a),ὅστις νομίζει Ποσειδέωνα τὴν γῆν σείειν Hdt.7.129
; withoutτὴν γῆν, αὐτοῖς ὁ Ποσειδῶν σείσας ἐμβάλοι οἰκίας Ar.Ach. 511
, cf. Lys. 1142; βρονταῖς χθόνα ς. Id.Av. 1752;ἔσεισεν ὁ θεός X.HG4.7.4
: also impers., ἔσεισεν there was an earthquake, Th.4.52.3 metaph., agitate, disturb,πόλιν Pi.P.4.272
;τὰ πόλεος.. θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant. 163
; σ. τὴν καρδίαν turn the stomach, Ar.Ach.12; σ. τὴν κεφαλήν cause a concussion of.., Hp. Prorrh.1.143, v. infr. 11.2:—[voice] Pass.,ἐσείσθη τὴν καρδίαν Philostr.VS2.1.11
.4 in [dialect] Att., accuse falsely or spitefully, so as to extort hushmoney, blackmail,σ. καὶ ταράττων Ar.Eq. 840
, cf. Telecl.2; ; ἑτέρους τῶν ὑπευθύνων ἔσειεκαὶ ἐσυκοφάντει Antipho 6.43
, cf. BGU428.9 (ii A.D.); so perh.σείειν κατ' ἀγοράν Alciphr.3.70
(s. v.l.):—[voice] Pass., to be extorted, POxy. 1252r.37 (iii A.D.).II [voice] Pass., shake, heave, quake, of the earth,ἐσσείοντο πόδες Ἴδης Il.20.59
;Δῆλος.. πρῶτα καὶ ὕστατα.. σεισθεῖσα Hdt.6.98
: metaph., to be shaken to its foundation,τὸ τερπνὸν πιτνεῖ.. σεσεισμένον Pi.P.8.94
;οἷς.. ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος S.Ant. 584
(lyr.).2 generally, move to and fro, Il.14.285;φαεινὴ σείετο πήληξ 13.805
;κόμαι σείονται Ar.Lys. 1312
; ὄρχος σειόμενος φύλλοισι an orchard waving with foliage, Hes.Sc.[299]; ὀδόντων οἱ πλεῦνες ἐσείοντο his teeth were loose, Hdt.6.107;σεισθῆναι σάλῳ E.IT46
;τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ar.Nu. 1276
;ὁκόσων ἂν σεισθῇ ὁ ἐγκέφαλος Hp.Aph.7.58
;σείεσθαι τὴν ὄψιν Thphr.Vert.8
.III [voice] Med., shake something of one's own, from oneself, etc.,σεισαμένας πτερὰ ματρός Theoc.13.13
;σ. γυίων ἄπο νήχυτον ἅλμην A.R.4.1367
;σ. πλοκαμῖδας AP5.272
(Agath.).
См. также в других словарях:
ἄνας — ἄνᾱς , ἄνα king fem acc pl ἄνᾱς , ἄνα king fem gen sg (doric aeolic) ἄνᾱς , ἄνη fulfilment fem acc pl ἄνᾱς , ἄνη fulfilment fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αόστα — (Aosta). Πόλη (34.000 κάτ. το 2002) της Ιταλίας στις δυτικές Άλπεις, χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Ντόρα Μπάλτεα και Μπούτιερ. Η γεωγραφική της θέση μεταξύ της πεδιάδας του Πάδου και των αλπικών περιοχών, της παρείχε στρατηγική σημασία από… … Dictionary of Greek
Φιλέ (-έζ) — Μικρό νησί στον Νείλο, στα νότια του Ασουάν. Έχει μήκος 460 μ. και πλάτος 150. Σήμερα λέγεται Αλ Κισρ (= Το φρούριο) ή Γκαζίρατ Ανάς αλ Ουγκούτ (= Νησί του Ανάς αλ Ουγκούτ) από ένα παραμύθι στις Χίλιες και μια νύχτες. Πολιούχοι του νησιού ήταν η… … Dictionary of Greek
απηνής — ές (AM ἀπηνής) σκληρός, αμείλικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με μια σειρά συνθέτων σε ηνής (πρβλ. πρανής κ. πρηνής, προσηνής, σαφηνής) δικαιολογεί ως α συνθετ. το από, δεν ορίζει όμως με βεβαιότητα το β συνθετικό η σύνδεση… … Dictionary of Greek
θηβάνας — και θήβανις, ὁ (Α) (στη Λέσβο) ονομασία βορειοανατολικού ανέμου, ο καικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι. Δυσερμήνευτη η κατάλ. άνας] … Dictionary of Greek