-
1 άναρθρος
-
2 ἄναρθρος
-
3 αναρθρος
21) не имеющий членов, нерасчлененный Plat., Arst.2) слабосильный, слабый Soph., Eur., Plut.3) нечленораздельный(ἀλαλαγμός Plut.; ᾠδαί Diod.; φθέγματα Anth.)
4) грам. не имеющий грамматического члена -
4 άναρθρος
η, ο [ος, ον ]1) лишённый конечностей; 2) нечленораздельный; 3) грам, не имеющий артикля -
5 άναρθρος
[анартрос] επ нечленораздельный, (γραμ) не имеющий артикля. -
6 ἄναρθρος
ἄναρθρ-ος, ον,3 without visible joints, like fat men, Hp.Aër.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄναρθρος
-
7 ἄναρθρος
ἄν-αρθρος, gliederlos, ungegliedert / ohne sichtbaren Gliederbau, wie bei fetten Menschen -
8 άναρθρος
inarticulé -
9 άναρθρος
niewyraźny przym. -
10 άναρθρος
neartikulovaný -
11 άναρθρος
inarticulateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άναρθρος
-
12 αναρθρότερον
ἄναρθροςnot differentiated: adverbial compἄναρθροςnot differentiated: masc acc comp sgἄναρθροςnot differentiated: neut nom /voc /acc comp sg -
13 ἀναρθρότερον
ἄναρθροςnot differentiated: adverbial compἄναρθροςnot differentiated: masc acc comp sgἄναρθροςnot differentiated: neut nom /voc /acc comp sg -
14 άναρθρον
ἄναρθροςnot differentiated: masc /fem acc sgἄναρθροςnot differentiated: neut nom /voc /acc sg -
15 ἄναρθρον
ἄναρθροςnot differentiated: masc /fem acc sgἄναρθροςnot differentiated: neut nom /voc /acc sg -
16 αναρθρότατον
ἄναρθροςnot differentiated: masc acc superl sgἄναρθροςnot differentiated: neut nom /voc /acc superl sg -
17 ἀναρθρότατον
ἄναρθροςnot differentiated: masc acc superl sgἄναρθροςnot differentiated: neut nom /voc /acc superl sg -
18 ανάρθρως
ἄναρθροςnot differentiated: adverbialἄναρθροςnot differentiated: masc /fem acc pl (doric) -
19 ἀνάρθρως
ἄναρθροςnot differentiated: adverbialἄναρθροςnot differentiated: masc /fem acc pl (doric) -
20 καταῤ-ῥακόω
καταῤ-ῥακόω, zerlumpen, zerreißen, ἄναρϑρος καὶ κατεῤῥακωμένος Soph. Tr. 1093, vom Herakles, dem das Fleisch abgerissen ist.
См. также в других словарях:
ἄναρθρος — not differentiated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναρθρος — η, ο (AM ἄναρθρος, ον) (για τη φωνή ή ήχους) ο μη έναρθρος, αυτός που δεν μπορεί να απαρτίσει συγκροτημένες συλλαβές ή λέξεις (όπως οι φωνές των ζώων ή των ανθρώπων που κλαίνε, κραυγάζουν κ.λπ. το ουδ. ως ουσ. Άναρθρα θαλάσσια Ασπόνδυλα με δύο… … Dictionary of Greek
άναρθρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει αρθρωτά τμήματα ή μέλη: Τους πρώτους μήνες το έμβρυο είναι άναρθρο. 2. (για το λόγο), αυτός που δεν είναι συγκροτημένος, αρθρωμένος σε συλλαβές και λέξεις, ο ασυνάρτητος: Από το στόμα του έβγαιναν μονάχα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναρθρότερον — ἄναρθρος not differentiated adverbial comp ἄναρθρος not differentiated masc acc comp sg ἄναρθρος not differentiated neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρθρότατον — ἄναρθρος not differentiated masc acc superl sg ἄναρθρος not differentiated neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρθρως — ἄναρθρος not differentiated adverbial ἄναρθρος not differentiated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄναρθρον — ἄναρθρος not differentiated masc/fem acc sg ἄναρθρος not differentiated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρθρότεραι — ἄναρθρος not differentiated fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρθρότεροι — ἄναρθρος not differentiated masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρθροις — ἄναρθρος not differentiated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρθρου — ἄναρθρος not differentiated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)