-
1 αλαλαγμος
-
2 αλαλαγμός
-
3 ἀλαλαγμός
-
4 ἀλαλαγμός
-
5 ἀλαλαγμός
ἀλαλαγή, ἀλάλαγμα, ἀλαλαγμός, Kriegsgeschrei, Jauchzen -
6 ἀλαλαγμός
-οῦ ὁ N 2 0-1-2-5-1=9 Jos 6,20; Jer 20,16; 32(25),36; Ps 26(27),6; 32(33),3shout, cry Jos 6,20; loud voice, loud sound Ps 150,5; bleating (of sheep, goats) Jer 32(25),36 -
7 αλαλαγμός
[алалагмос]ουσ α победный крик. -
8 ἀλαλαγμός
ἀλᾰλ-αγμός, ὁ,A = ἀλαλαγή, Hdt.8.37, Plu.2.564b, Arr.An.5.10.4, Onos.29.1.II generally, loud noise, τυμπάνων, αὐλοῦ, E.Cyc.65, Hel. 1352 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαλαγμός
-
9 αλαλαγμός
kuvvetli haykırış -
10 αλαλαγμώ
ἀλαλαγήshouting: masc gen sg (doric aeolic)ἀλαλαγμόςloud noise: masc gen sg (doric aeolic)——————ἀλαλαγήshouting: masc dat sgἀλαλαγμόςloud noise: masc dat sg -
11 ἄν-αρθρος
ἄν-αρθρος, 1) gliederlos, ungegliedert, Plat. Tim. 75 a; kraftlos, matt, Soph. Trach. 1093; Eur. Or. 222; ohne sichtbaren Gliederbau, wie bei fetten Menschen, Hippocr.; Ggstz ἀρϑρῶδες, Arist. physiogn. 6. – 2) unartikulirt, ἀλαλαγμός Plut. Mar. 19 Caes. 63; ᾠδή D. Sic. 3, 17; φϑέγματα Anthol. App. 391; Adv. ἀνάρϑρως καὶ συγκεχυμένως, Plut. consol. ad ux. 9. – 3) bei Gramm. ohne Artikel.
-
12 ἐν-αγώνιος
ἐν-αγώνιος, zu den Wettkämpfen gehörig, – a) von Göttern, denselben vorstehend, bes. Ἑρμῆς, Pind. P. 2, 10; Aesch. frg. 401; Simon. bei Ath. XI, 490 f; vgl. Ar. Plut. 1161. – b) von Menschen, daran theilnehmend, παῖς Pind. N. 6, 13. – c) von Sachen, κόσμος Plut. Alc. 32; ἐσϑής, Kriegsmantel, Caes. 45; ἀλαλαγμός Arat. 22; παρακελευσμός Pol. 10, 12, 5; πύκνωσις 18, 12; a. Sp.; ἐναγώνιος ὄρχησις, Gegenstand der Wettkämpfe, Luc. Salt. 32; βίος N. T. Bei den Rhetoren = Processe betreffend, λόγος, λέξις, übh. heftig, κίνησις, D. Sic. 18, 67; πάϑος Longin. 22. – Adv., mit Anstrengung, Plut. amat. 25; heftig, Longin. 18, 1.
-
13 αναρθρος
21) не имеющий членов, нерасчлененный Plat., Arst.2) слабосильный, слабый Soph., Eur., Plut.3) нечленораздельный(ἀλαλαγμός Plut.; ᾠδαί Diod.; φθέγματα Anth.)
4) грам. не имеющий грамматического члена -
14 εναγωνιος
21) покровительствующий состязаниям(Ἑρμῆς Pind., Aesch., Arph.)
2) участвующий в состязании(παῖς Pind.)
3) исполняемый на состязании(ὄρχησις Luc.)
4) надеваемый для состязаний(κόσμος Plut.)
5) одерживаемый на состязаниях(νίκαι Arst.)
6) военный, боевой(ἐνέργεια Diod.; ἐσθής, ἀλαλαγμός Plut.)
ἐναγώνιοι πυκνώσεις Polyb. — сомкнутые боевые порядки7) воинственный, резкий(τοῦ σώματος κίνησις Diod.)
-
15 αλαλα(γ)ή
η, αλαλαγμό τό, αλαλαγμός ο крик радости; шум ликующей толпы -
16 αλαλα(γ)ή
η, αλαλαγμό τό, αλαλαγμός ο крик радости; шум ликующей толпы -
17 αλαλαγμοίς
-
18 ἀλαλαγμοῖς
-
19 αλαλαγμού
-
20 ἀλαλαγμοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αλαλαγμός — αλαλαγμός, ο και αλαλαγή, η δυνατή κραυγή, οχλοβοή, μεγάλος θόρυβος: Τι βουή, τι αλαλαγμός ήταν αυτός! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαλαγμός — ο (Α ἀλαλαγμὸς) [ἀλαλάζω] δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς αρχ. δυνατός θόρυβος από φωνές ή ήχους, ακόμη και κραυγή οδύνης, ολολυγμός … Dictionary of Greek
ἀλαλαγμός — ἀλαλαγή shouting masc nom sg ἀλαλαγμός loud noise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ULULATUS — luporum propria vox: quam in bello Romanos imitatos esse, ex Iosepho colligere est, qui Iorapatenses iussit πρὸς τὸν ἀλαλαγμὸν τῶν ταγμάτων ἐπιφράξαι τὰ ὦτα, ὡς μὴ καταπλάγειεν, ubi Interpres, ad Legionum ululatum aures obturare, ne metu… … Hofmann J. Lexicon universale
ίυγμα — ἴυγμα, τὸ (Α) [ιύζω] κραυγή, αλαλαγμός … Dictionary of Greek
αλαλά — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πολέμου. Συμβόλιζε την πολεμική κραυγή αλαλά που φώναζαν οι αρχαίοι πολεμιστές όταν έκαναν επίθεση ή για να εμψυχώνονται στη μάχη. Από την κραυγή αυτή προέρχονται και οι λέξεις αλαλαγή ή αλαλαγμός. * * * ἀλαλὰ (Α) 1.… … Dictionary of Greek
αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… … Dictionary of Greek
αλαλάι — ἀλαλάι, το (Μ) αλαλαγμός, θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλαλάγιον, υποκορ. τού αρχ. ουσιαστ. ἀλαλαγή. Για τον σχηματισμό τής λ. ἀλαλάι πρβλ. και ἀγωγή > ἀγώγιον > ἀγώγι και ἀγώι, ἀλαγή > ἀλλάγιον > ἀλλάι, βασταγή > βαστάγιον > βαστάγι … Dictionary of Greek
αλαλητός — ο (Α ἀλαλητὸς) [ἀλαλά] δυνατός θόρυβος, βοή αρχ. 1. κραυγή στρατιωτών, πολεμική ιαχή, αλαλαγμός 2. ισχυρός θόρυβος, βοή, κρότος οργάνων 3. κραυγή πόνου, θρήνος … Dictionary of Greek
ελελεύ — ἐλελεῡ και ἐλελελεῡ (Α) επιφών. 1. πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. κραυγή πόνου 3. αλαλαγμός χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λέξη, που αποτελούσε κυρίως πολεμική κραυγή αλλά εξέφραζε επίσης χαρά ή πόνο (πρβλ.… … Dictionary of Greek
εναγώνιος — α, ο (AM ἐναγώνιος, ον) αυτός που γίνεται με αγώνα ή αγωνία, αγωνιώδης, γεμάτος αγωνία («πάντα τον βίον ἐναγώνιον ἡμῑν εἶναι δεῑ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή είναι κατάλληλος… … Dictionary of Greek