-
1 αμεσος
2лог. неопосредствованный, т.е. не имеющий среднего термина (с другим)(πρότασις Arst.)
τὰ ἄμεσα Arst. — неопосредствованные положения, т.е. не имеющие среднего (общего) термина, Luc. непосредственные противоречия -
2 άμεσος
η, ο [ος, ον ]1) непосредственный, прямой;άμεσοι φόροι — прямые налоги;
2) немедленный; безотлагательный;άμεση επέμβαση — немедленное вмешательство;
3) неизбежный, неминуемый;.предстоящий;είναι άμεσος ο κίνδυνος τού πολέμου — каждую минуту может разразиться война;
τό άμεσον μέλλον — ближайшее будущее
-
3 άμεσος
[амэсос] еж. непосредственный, прямой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άμεσος
-
4 άμεσος
[амэсос] еж. непосредственный, прямой. -
5 αυτουργός
ο юр.:φυσικός ( — или άμεσος) αυτουργός — исполнитель преступления;
ηθικός ( — или έμμεσος) αυτουργός — подстрекатель преступления
-
6 ραδιενέργεια
η1) радиоактивность; 2) радиация;ατομική ραδιενέργεια — атомная радиация;
δόση ραδιενέργειας — доза радиации;
άμεσος ραδιενέργεια — проникающая радиация;
απομένουσα ραδιενέργεια — остаточная радиация
-
7 φόρος
ο1) налог; пошлина;άμεσος (εμμεσος) φόρος — прямой (косвенный) налог;
ο φόρος της δεκάτης — десятина (налог);
έγγειος (δημοτικός) φόρ. — поземельный (муниципальный) налог;
φόρος (επί) τού είσοδήματος — подоходный налог;
φόρος (υποτελείας) ист. — дань;
2) перен. дань; долг;ευγνωμοσύνης — дань благодарности;3) базар, рынок;§ βγάζω στο φόρο — разоблачать, разглашать, разбалтывать;
βγαίνω στο φόρο — обнаруживаться, всплывать на поверхность
См. также в других словарях:
ἄμεσος — immediate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμεσος — η, ο (Α ἄμεσος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος) νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει δίχως … Dictionary of Greek
άμεσος — η, ο επίρρ. άμεσα και αμέσως 1. αυτός που γίνεται ή υπάρχει χωρίς κάποιον διάμεσο: Επιβλήθηκαν καινούργιοι άμεσοι φόροι. 2. αυτός που συμβαίνει χωρίς τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος: Χρειάζεται άμεση χειρουργική επέμβαση. 3. αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμέσω — ἄμεσος immediate masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσως — ἄμεσος immediate adverbial ἄμεσος immediate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμεσον — ἄμεσος immediate masc/fem acc sg ἄμεσος immediate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσοις — ἄμεσος immediate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσου — ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσους — ἄμεσος immediate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσων — ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσῳ — ἄμεσος immediate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)