Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δόση

  • 1 δόση

    [-ις (-εως)] η
    1) см. δόσιμο[ν];

    δόσις όρκου — дача клятвы;

    2) порция, доза (лекарства и т. п.);

    δόση ραδιενέργειας — доза радиации;

    μετρητής δόσεως ραδιενεργείας — рентгенометр;

    3) очередной взнос (при рассрочке);

    με δόσεις — в рассрочку;

    4) небольшое количество;

    έχει δόσ τρέλλας — он слегка помешан;

    έχει δόση φιλαργυρίας — он малость скуповат

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δόση

  • 2 δόση

    [доси] ουσ. Θ. колл имеет во, пропорция, доза.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δόση

  • 3 δόση

    [доси] ουσ θ колл имеет во, пропорция, доза.

    Эллино-русский словарь > δόση

  • 4 ισχυρός

    η, ό [ά, όν ]
    1) в разн. знач сильный, крепкий;

    ισχυρή θέληση ( — или επιθυμία) — большое желание;

    ισχυρός χαρακτή:

    ρας сильный характер;

    ισχυρή αντίσταση — мощное сопротивление;

    ισχυρό χτύπημα — мощный удар;

    ισχυρή κράση — крепкое телосложение; — крепкий организм;

    ισχυρή φωνή — сильный голос;

    ισχυρός πυρετός (άνεμος) — сильный жар (ветер);

    ισχυρόν ψύχος — сильный мороз;

    ισχυρή δόση φαρμάκου — большая доза лекарства;

    ισχυρή διάλυση οξέος — крепкий раствор кислоты;

    2) сильный, влиятельный; могущественный;
    3) веский, значительный, убедительный;

    ισχυρο επιχείρημα — веский аргумент;

    ισχυρές ενδείξεις ενοχής — веские доказательства виновности;

    4) юр. действительный, имеющий силу закона, законный; вступивший в силу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ισχυρός

  • 5 ραδιενέργεια

    η
    1) радиоактивность; 2) радиация;

    ατομική ραδιενέργεια — атомная радиация;

    δόση ραδιενέργειας — доза радиации;

    άμεσος ραδιενέργεια — проникающая радиация;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ραδιενέργεια

  • 6 ρ. совершенствовать επ.ξεργασία

    [эпексергасия] ουσ. Θ. совершенствование επ.ρώτηση [эперотиси] ουσ. θ. запрос επ.τειος [эпэтиос] ουσ. θ. годовщина. επ.τηρίδα [эпетирида] ουσ. θ. ежегодник επ.υφημώ [эпэффимо] ρ. одобрять, рукоплескать, επ.ρεάζω [эпирэфзо] ρ. оказывать влияние, επ.βάλλω [эпивалло] ρ. накладывать, возлагать, επ.βάρυνση [эпиваринси] ουσ. Θ. отягощение, обременение, επ.βαρυντικός [эпивариндикос] επ. отягощающий, обременительный, επ.βαρύνω [эпиварино] р. отягощать, обременять, επ.βάτης [эпивагис] ουσ. а. пассажир. επ.βεβαιώνω [эпивэвэоно] р. подтверждать. επ.βεβαίωση [эпивэвэоси] ουσ. Θ. подтверждение, επ.βιβάζω [эпививазо] р. сажать, грузить, επ.βίβαση [эпививаси] ουσ. Θ. посадка, погрузка, επ.βλαβής [эпивлавис] επ. вредный. επ.βλέπω [эпивлэпо] р. присматривать, επ.βλεψη [эпивлэпси] ουσ. Θ. присмотр. επ.βλητικός [эпивлитикос] επ. внушающий почтение, настоятельный. επ.βληπκότητα [эпивлкгикотига] ουσ. Θ. внушительность, настоятельность, επ.βολή [эпиволи] ουσ. Θ. накладывние, возлагание. επ.βουλεύομαι [эпивулэвомэ] р. составлять замысел, замышлять επ.βουλή [эпивули] ουσ. Θ. заговор, замысел, επ.βουλος [эпивулос] επ. злоумышленный, предательский επ.βράβευση [эпивравэфси] ουσ. Θ. награждение, вознаграждение, επ.βραβεύω [эпивравэво] р. награждать, вознаграждать, επ.δεικνύω [епидикнио] р. указывать επ.δειξη [эпидикси] ουσ. Θ. показное проявление επ.δέξιος [эпидэксиос] εκ. ловкий, искусный, επ.δεξιότητα [эпидэксиотита] ουσ. Θ. ловкость, искусность, επ.δερμίδα [эпидэрмида] ουσ. Θ. кожа επ.δερμικός [эпидэрмикос] εκ. накожный. επ.δεσμος [эпидэзмос] ουσ. а. повязка. επ.δημία [эпидимиа] ουσ. θ. эпидемия. επ.δημικός [элидимикос] επ. эпидемический, επ.διορθώνω [эпидиортоно] р. поправлять, ремонтировать, επ.διόρθωση [эпидиортоси] ουσ. Θ. починка, ремонт, επ.διώκω [эпкциоко] р. добиваться, стремиться, επ.δίωξη [эпидиокси] ουσ. Θ. стремление. επ.δοκιμόιζω [эпидокимазо] р. одобрять. επ.δοκιμασία [эпндокимасиа] ουσ. Θ. одобрение. ея!вокцкнл1М^ [эпиаокимасшкос]εκ. одобрительный, επ.δομα [эпидома] ουσ. о. пособие. επ.δοξος [эпидоксос] εκ. вероятный, предполагаемый, επ.δόρπιο [эпидорпио] ουσ. о. десерт. επ.δοση [эписоди] ουσ. Θ. преуспевание. επ.δρομέας [эпндромэас] ουσ. а. захватчик, агрессор, επ.δρομή [эпидроми] ουσ. Θ. вторжение, агрессия, επ.είκεια [эпиикиа] ουσ. Θ. снисходительность, επ.εικής [эпиикис] εκ. снисходительный, επ.ζήμιος [эпизимиос] εκ. убытотчньгй, приносящий ущерб επ.θεμα [эпитэма] ουσ. о. компресс. επ.θεση [эпитэси] ουσ. Θ. нападение, агрессия, επ.θετικός [эпитэтикос] εκ. наступательный, агрессивный, επ.θετικότητα [эпитэтикотита] ουσ. Θ. агрессивность, επ.θετο [эпитэто] ουσ. о. (γραμ.) прилагательное,end фамилия, επ.θεώρηση [эпифеориси] ουσ. Θ. обозрение επ.θεωρητής [эпифеоритис] ουσ. а. обозреватель επ.θεωρώ [эпифеоро] р. делать обзор επ.θυμητός [эпитимитос] εκ. желательный, желанный, επ.θυμία [эпитимиа] ουσ. Θ. желание. επ.θυμώ [эпитимо] р. желать, хотеть. επ.καιρο [эпикеро] ουσ. о. своевременность, уместность, επ.καιρος [эпикерос] εκ. своевременный, уместный, επ.καιρότητα [епикеротита] ουσ. Θ. своевременность επ.καρπία [эпикарпиа] ουσ. Θ. пользование, употребление επ.κεντρο [эпикентро] ουσ. о. эпицентр. επ.κερδής [эпикердис] εκ. прибыльный, доходный, επ.κεφαλίδα [эпикефалнда] ουσ. Θ. заголовок, заглавие, επ.κήδειος [эпикидиос] εκ. похоронный, погребальный, επ.κίνδυνα [эпикиндина] εκίρ. опасно επ.κίνδυνος [эпикиндинос] εκ. опасный, рискованный, επ.κοινωνία [эпикинониа] ουσ. Θ. сообщение, связь, общение, επ.κοινωνώ [эпикиноно] р. иметь связь, общаться, επ.κόλληση [эпиколлиси] ουσ.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρ. совершенствовать επ.ξεργασία

См. также в других словарях:

  • δόση — η 1. ποσότητα ενός πράγματος που δίνεται τμηματικά: Αγόρασα μια τηλεόραση με δόσεις. 2. μικρό ποσό: Τα λόγια του είχαν μια δόση ειρωνείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση …   Dictionary of Greek

  • επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… …   Dictionary of Greek

  • ακετυλοσαλικυλικό οξύ — Χημική ένωση του τύπου C6H4(OCOCH3)COOH που παρασκευάζεται με ακετυλίωση –εισαγωγή στο μόριο μιας οργανικής ένωσης ενός ή περισσότερων ακετυλίων που αντικαθιστούν ισάριθμα άτομα υδρογόνου– του σαλικυλικού οξέος με οξικό ανυδρίτη (CΗ3CO)2O.… …   Dictionary of Greek

  • Ελ Ες Ντι — (LSD). Συνθετική παραισθησιογόνος ουσία. Πρόκειται για τη διαιθυλαμίδη του λυσεργικού οξέος, παραισθησιογόνο που παρασκευάστηκε συνθετικά στο εργαστήριο το 1938 και κατόπιν ανακαλύφθηκε στη γύρη φυτού. Σε υγρή μορφή εμποτίζεται σε μικρά κομμάτια… …   Dictionary of Greek

  • άπαξ — (AM ἅπαξ) επίρρ. μία φορά, μία μόνο φορά νεοελλ. 1. όταν, μόλις, αφού, εφόσον 2. φρ. «άπαξ διαπαντός», μια για πάντα, οριστικά «εφάπαξ», το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μία μόνο δόση 1. αρχ. 1. άλλοτε, κάποτε, παλαιότερα, μια φορά 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… …   Dictionary of Greek

  • ακτινικός — Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ακτίνα. (Αστρον.) Α. κίνησηα. ταχύτητα. Η προβολή της ταχύτητας ενός ουράνιου σώματος πάνω στην ευθεία που ενώνει το σώμα με τον παρατηρητή, δηλαδή την οπτική ακτίνα. Η α. ταχύτητα προσδιορίζεται με τη μέτρηση… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»