-
21 ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατά-ληκτος, ον,A hypercatalectic, Heph.4.4, Aristid.Quint.1.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερκατάληκτος
-
22 ἄληκτος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄληκτος
-
23 ἀκατάληκτος
-
24 ἄληκτος
-
25 ἄλληκτος
-
26 βραχυκατάληκτος
βραχυ-κατά-ληκτος, mit einer kurzen Silbe endigend, Gramm.; häufiger, um einen Fuß zu kurz sein -
27 δικατάληκτος
-
28 διχρονοκατάληκτος
-
29 εὐκατάληκτος
-
30 εὔληκτος
-
31 ἰσοκατάληκτος
-
32 μακροκατάληκτος
-
33 μακροπαράληκτος
-
34 ὁμοιοκατάληκτος
-
35 πατρίληκτος
-
36 σπονδειοκατάληκτος
-
37 λήγω
Grammatical information: v.Meaning: `cease, stop' (Il.), incid. trans. `make stop, pause' (ep.); on the meaning Porzig Satzinhalte 48ff.Derivatives: λῆξις ( ἀπό-, κατά- λήγω a. o.) `ceasing' (A., A. R., Ph.), as gramm. term `ending etc.' (Demetr. Eloc., A. D.); as 1. member in governing compp. like ληξι-πύρετος `ceasing the fever' (medic.); ἀπόληγμα `border of a cloth' (Aq.); ἄ-(λ)ληκτος `incessantly' (ep.); ληκτικός `stopping', κατα- λήγω `ceasing (before its time), incompletely', of a verse (gramm. a. metr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Because of ἄ-λληκτος, κατα-λλήξειαν (μ 224) a. o. an orig. *σλήγ-ω is prob. (Schwyzer 310, 414, Chantraine Gramm. hom. 1, 176); to this thematic root-present, from where all forms mentioned come, there is nowhere a direct correspondent. A zero grade nasalpresent is supposed however in λαγγάζω `leave off' and Lat. langueō `be weak'. There is a primary, also zero grade aorist λαγά-σαι with the present λαγαίω `leave off' and several nouns, e.g. λαγαρός. A full grade ō-form is retained in Northgerm., e.g. OWNo. slōkr, Swed. slōk `who walks about, deteriorated man', with Swed. slōka `walk about', usu. `hang weakly (let...)'. - More forms in WP. 2, 712ff., Pok. 959ff. An IE * sleh₂g- is perhaps possible, Pok. 959.Page in Frisk: 2,113-114Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λήγω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ληκτός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καταληπτός» … Dictionary of Greek
ευκατάληκτος — εὐκατάληκτος, ον (Μ) αυτός που έχει καλή κατάληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ληκτος (< καταλήγω), πρβλ. α κατά ληκτος, ομοιο κατά ληκτος] … Dictionary of Greek
ομοιόληκτος — ὁμοιόληκτος, ον (Α) ομοιοκατάληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + ληκτος (< λήγω), πρβλ. εύ ληκτος] … Dictionary of Greek
σιγμόληκτος — η, ο, Ν 1. αυτός που λήγει σε σίγμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιγμόληκτα γραμμ. ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα, τής αρχαίας Ελληνικής που έχουν χαρακτήρα σ και κλίνονται κατά την τρίτη κλίση, όπως είναι: α) τα αρσενικά ακατάληκτα κύρια… … Dictionary of Greek
συμφωνόληκτος — η, ο, Ν (συν. το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συμφωνόληκτα γραμμ. τα ονόματα και τα ρήματα στα οποία το τελευταίο γράμμα τού θέματος, ο χαρακτήρας, είναι σύμφωνο, λ.χ. φύλακ ος, από ονομ. φύλαξ, και φέρ ω, γράφ ω κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμφωνο + ληκτος… … Dictionary of Greek
υγρόληκτος — και υγρόληχτος, η, ο, Ν γραμμ. (για λέξη) αυτός που το θέμα του έχει χαρακτήρα υγρό σύμφωνο, λ ή ρ, όπως λ.χ. τα ρήματα οφείλ ω, διαφθείρ ω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + ληκτος (< λήγω), πρβλ. συμφωνό ληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι.… … Dictionary of Greek
φωνηεντόληκτος — η, ο, Ν 1. γλωσσ. (για λέξη) αυτός τού οποίου το θέμα λήγει σε φωνήεν 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φωνηεντόληκτα (γλωσσ. γραμμ.) α) κατηγορία τών τριτόκλιτων ουσιαστικών τής Αρχαίας Ελληνικής τών οποίων το θέμα λήγει σε φωνήεν, δηλαδή έχει… … Dictionary of Greek
ACOEMETI — Graecis Α᾿κοίμητοι dicti sunt Monachi, apud Byzantinos, quod in eorum monasteriis divinum officium noctu, diuque, nullo interpositô cessationis intervallô, celebraretur et cantaretur, divisâ hunc in finem in tres coetus Monachorum sodalitate, ita … Hofmann J. Lexicon universale
εύληκτος — εὔληκτος, ον (Α) αυτός που τελειώνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ληκτός (< λήγω) … Dictionary of Greek
οξύληκτος — η, ο αυτός που απολήγει σε οξύ, αιχμηρό άκρο, σουβλερός («οξύληκτο ρύγχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ληκτος (< λήγω)] … Dictionary of Greek
πατρίληκτος — ον, Μ (κατά τον Φώτ.) «ἡ οὐσία ἡ πατρική καὶ ἀπὸ τοῡ πατρὸς εἰλημμένη κλήρῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρί, δοτ. τού πατήρ + ληκτος (< λαγχάνω, πρβλ. μέλλ. λήξομαι, αόρ. ἐ λήχ θην)] … Dictionary of Greek