Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀ-κατά-ληκτος

См. также в других словарях:

  • ληκτός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καταληπτός» …   Dictionary of Greek

  • ευκατάληκτος — εὐκατάληκτος, ον (Μ) αυτός που έχει καλή κατάληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ληκτος (< καταλήγω), πρβλ. α κατά ληκτος, ομοιο κατά ληκτος] …   Dictionary of Greek

  • σιγμόληκτος — η, ο, Ν 1. αυτός που λήγει σε σίγμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιγμόληκτα γραμμ. ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα, τής αρχαίας Ελληνικής που έχουν χαρακτήρα σ και κλίνονται κατά την τρίτη κλίση, όπως είναι: α) τα αρσενικά ακατάληκτα κύρια… …   Dictionary of Greek

  • πατρίληκτος — ον, Μ (κατά τον Φώτ.) «ἡ οὐσία ἡ πατρική καὶ ἀπὸ τοῡ πατρὸς εἰλημμένη κλήρῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρί, δοτ. τού πατήρ + ληκτος (< λαγχάνω, πρβλ. μέλλ. λήξομαι, αόρ. ἐ λήχ θην)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»