-
1 ἌΛφιτον
ἌΛφιτον, τό, gew. im plur., Gerstengraupe, Gerstenmehl, u. daraus bereitetes Brot; Xen. Mem. 2, 7, 5 von ἄρτος unterschieden. Bei Hom. überall Gerstenmehl; Od. 20, 108 ἔνϑ' ἄρα οἱ μύλαι εἴατο, τῇσιν δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, 119 ἄλφιτα τευχούσῃ, Iliad. 11, 631 ἀλφίτου ἱεροῠ ἀκτήν vgl. mit 640 ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνεν, Apoll. lex. Hom. 23, 4 ἀλφίτου ἀκτήν περιφραστικῶς αὐτὸ τὸ ἄλφιτον, ἀπὸ τοῦ κατάγνυσϑαι τὴν κριϑήν, also gen. definitivus, 18, 560 λεύκ' ἄλφιτα πολλὰ πάλυνον, Od. 10, 520. 11, 28. 14, 77 ἐπὶ (ὁ) δ' ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν (-ον, -εν), 14, 429 παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ, 10. 234 ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα, 2, 290 ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν, δέρμασιν ἐν πυκινοῖσιν, 2, 354 f. 380 ἐν δέ οἱ (μοι) ἄλφιτα χεῦεν (χεῦον) ἐυρραφέεσσι δοροῖσιν· (εἴκοσι δ' ἔστω μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς), vgl. mit 19, 197 ἄλφιτα δῶκα καὶ αἴϑοπα οἶνον; – Her. 7, 119 u. Folgende; eine der gewöhnlichsten Speisen; daher allgemein = Lebensunterhalt, Brot, τί δέ μ' ὠφελήσουσ' οἱ ῥυϑμοὶ πρὸς τἄλφιτα, zum Broterwerb, Ar. Nub. 638; 107 πατρῷα ἄλφιτα väterliches Vermögen; ἱκανὰ ἄλφιτα παρὰ τῆς δικέλλης ἔχω Luc. Tim. 37; ἐς τὰ ἄλφιτα πονεῖν, für das Brot arbeiten, Gall. 1. – Orph. Lith. 212 ἄλφιτα λεπτὰ λίϑοιο, Steinmehl.
-
2 ἀλφιτον
ἀλφιτον, Gerstengraupe, Gerstenmehl, u. daraus bereitetes Brot; Gerstenmehl; eine der gewöhnlichsten Speisen; daher allgemein = Lebensunterhalt, Brot -
3 polenta
polenta, ae, f. (zu pollen), die Gerstengraupen, bei den Griechen το ἄλφιτον, τὰ ἄλφιτα, Cato r. r. 108, 1. Colum. 6, 17, 18. Plin. 18, 78 u. 84. Curt. 4, 8 (33), 6. Pelagon. veterin. 9 (171 Ihm). Ov. met. 5, 454. Pers. 3, 55: pol. tosta, Ov. met. 5, 450.
-
4 πεντα-πλόα
πεντα-πλόα, ἡ, eine Art Becher, Ath. XI, 495 f, καϑ' ὅσον οἶνον ἔχει καὶ μέλι καὶ τυρὸν καὶ ἄλφιτον καὶ ἐλαίου βραχύ, also mit fünffachem Inhalt.
-
5 μυλή-φατος
μυλή-φατος (φάω, πέφαμαι), von der Mühle zermalmt, zermahlen; ἄλφιτον, Od. 2, 355; Ap. Rh. 1, 1073; vgl. Plut. Qu. Rom. 109.
-
6 καπυρός
καπυρός (κάπω, καπύω, nach Eust. gar von καίω u. πῠρ), an der Luft getrocknet, trocken, dürr; ὡς ἀπ' ἀκάνϑας ταὶ καπυραὶ χαῖται Theocr. 6, 16, nach dem Schol. αἱ κεκαυμέναι ὑπὸ τοῦ ἡλίου; καπυρὰ κάρυα Epicharm. bei Ath. II, 52 b; ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν Arist. probl. 21, 3; χοιρίων κρέα καπυρά Antiphan. bei Ath. III, 96 c; Sp.; übertr., νόσος, ausdörrende oder hitzige Krankheit, von der Liebe, Theocr. 2, 87; vom Tone, καπυρὸν στόμα Μοισᾶν ib. 7, 37, hell u. rein tönender Gesang; ὅσοις καπυρὸν τελέϑει στόμα ἐκ Μοισᾶν Mosch. 3, 94; τὰς καπυρωτέρας ᾠδὰς ἀσπάζεται μᾶλλον τῶν ἐσπουδασμένων Ath. XV, 697 b, wo es mehr Scherzlieder im Ggstz zu den ernsten zu sein scheinen; μουσικός εἰμι καὶ συρίζω πάνυ καπυρόν Luc. D. D. 22, 3, ich blase hell u. rein die Syrinx; καπυρὸν γελάσας, hell auflachend, Nossis 12 (VII, 414), wie Long. 2, 5; καπυρὸς ἐξεχύϑη γέλως Alciphr. 3, 48.
-
7 ἌΛφι
-
8 polenta
polenta, ae, f. (zu pollen), die Gerstengraupen, bei den Griechen το ἄλφιτον, τὰ ἄλφιτα, Cato r. r. 108, 1. Colum. 6, 17, 18. Plin. 18, 78 u. 84. Curt. 4, 8 (33), 6. Pelagon. veterin. 9 (171 Ihm). Ov. met. 5, 454. Pers. 3, 55: pol. tosta, Ov. met. 5, 450.
См. также в других словарях:
άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν … Dictionary of Greek
ἄλφιτον — barley groats neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφίτοις — ἄλφιτον barley groats neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφίτοισι — ἄλφιτον barley groats neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφίτοισιν — ἄλφιτον barley groats neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφίτου — ἄλφιτον barley groats neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφίτων — ἄλφιτον barley groats neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφίτῳ — ἄλφιτον barley groats neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλφι — ἄλφιτον barley groats neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλφιτα — ἄλφιτον barley groats neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλφιτα — ἄλφιτα, τα (Α) βλ. άλφιτον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τής λ. ἄλφι*. ΠΑΡ. αρχ. ἄλφιτον] … Dictionary of Greek