Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἄλλῃ

См. также в других словарях:

  • άλλη — ἄλλῃ επίρρ. (Α) 1. ως επίρρ. τόπου δηλώνει: α) στάση σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος, αλλού στη φρ. «ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ» σημαίνει «εδώ κι εκεί» β) προς τόπο κίνηση προς άλλο τόπο, αλλού ΙΙ. ως επίρρ. τρόπου με άλλο τρόπο, αλλιώς, διαφορετικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ἄλλῃ — indeclform (adverb) ἄλλος y fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλῇ — ἀναλάζομαι take again fut ind mp 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλη — ἄλλος y fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άλλη Μεριά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 1.009 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πορταριάς. Η Ά.Μ. είναι προάστιο του Βόλου και τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματός του. Σε διάφορα σπίτια και σε έναν… …   Dictionary of Greek

  • κἄλλῃ — ἄλλῃ , ἄλλῃ indeclform (adverb) ἄλλῃ , ἄλλος y fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλληι — ἄλλῃ , ἄλλῃ indeclform (adverb) ἄλλῃ , ἄλλος y fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κούλουρη — Άλλη ονομασία της Σαλαμίνας, του κύριου κόλπου της και της ομώνυμης κωμόπολης. Η ονομασία αυτή αναφέρεται και σε κείμενα του 15ου αι. Βλ. λ. Σαλαμίνα. * * * η 1. κοινή ονομασία τού νησιού τής Σαλαμίνας 2. φρ. «πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη»… …   Dictionary of Greek

  • αεροδοχείο — Άλλη ονομασία του αεροκιβώτιου (βλ. λ.). * * * το τεχνολ. μεταλλικό δοχείο που περιέχει αέρα και εξασφαλίζει με τη βοήθεια αντλίας την ομαλή και επιθυμητή ροή υγρών (συνήθως νερού) σε δίκτυο σωληνώσεων …   Dictionary of Greek

  • αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… …   Dictionary of Greek

  • αλί — (άλλη γραφή αλλοί) και αλιά σχετλιαστικό επιφώνημα που εκφέρεται ή μόνο του ή με αντωνυμία (προσωπική, δεικτική, αναφορική) σε ονομαστική, γενική ή σε εμπρόθετο προσδιορισμό 1. αλίμονο! συμφορά μου! δυστυχία! 2. (επιτατική στη φράση) «αλί και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»