Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οὐδαμῇ

См. также в других словарях:

  • ουδαμή — οὐδαμῇ, δωρ. τ. οὐθαμεῑ (Α) επίρρ. 1. σε κανένα μέρος, πουθενά 2. προς καμία κατεύθυνση 3. με κανέναν τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. ῇ (πρβλ. πανταχ ή)] …   Dictionary of Greek

  • οὐδαμῆ — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδαμῇ — nowhere indeclform (adverb) οὐδαμός not any one fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδαμή — οὐδαμός not any one fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὐδαμῇ — οὐδαμῇ , οὐδαμῇ nowhere indeclform (adverb) οὐδαμῇ , οὐδαμός not any one fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδαμῆι — οὐδαμῇ , οὐδαμῇ nowhere indeclform (adverb) οὐδαμῇ , οὐδαμός not any one fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὐδαμῆ — οὐδαμῆ , οὐδαμῆ indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδαμᾶ — οὐδαμῆ doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • ουθαμεί — οὐθαμεῑ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ουδαμή …   Dictionary of Greek

  • προσίημι — ΜΑ [ἵημι] αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινό αρχ. 1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.) 2. εφαρμόζω 3. (συν. το μέσ.) προσίεμαι α) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»