-
21 Προβάτου πρόσωπο και λύκου καρδιά
– Άλλο είν' η θωριά κι άλλο είν' η καρδιά– Προβάτου πρόσωπο και λύκου καρδιά• Поглядишь – картина, а разглядишь -скотина• Лицом хорош, да душой непригож• Личиком гладок, да делами гадок• Сверху ясно, снизу грязно• Снаружи мил, а в середке гнил• Собой красива, да душой трухляваИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Προβάτου πρόσωπο και λύκου καρδιά
-
22 αλλογενης
-
23 αλλογλωσσος
-
24 αλλογνοεω
принимать за другого, т.е. не знать или не узнаватьἀλλογνώσας Κροῖσον Her. — не узнав ( или не зная в лицо) Креза
-
25 αλλογνως
-
26 αλλογνωτος
-
27 αλλοδαπος
I3иноземный, чужестранный(δῆμος, γαίη Hom., γυναῖκες Pind.; φῶτες Aesch., ξένος Plat.)
IIὅ иноземец, чужестранец Xen., Plut. -
28 αλλοδημια
-
29 αλλοδοξεω
-
30 αλλοεθνης
-
31 αλλοειδης
2имеющий другой вид, представляющийся иным -
32 αλλοθεν
adv. из другого места, с другой стороныἄ. ἄλλος Hom., Aesch., Soph. — каждый со своей стороны, отовсюду;
ἐκ Ἄργους καὴ ἄ. τῶν Ἑλλήνων Plat. — из Аргоса и из других мест Греции -
33 αλλοθι
adv.1) в другом месте Hom., Plat.ἄ. γαίης Hom. — в другом краю;
ἄ. πάτρης Hom. — на чужбине;μηδαμοῦ ἄ. Plat. — нигде больше;ἄ. καὴ ἄ. Arst. — и здесь, и там2) в другое местоἄ. που (v. l. ἄλλοσέ ποι) σιτηγεῖν ἢ εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον Dem. — везти продовольствие не на аттическую ярмарку, а в другое место
3) иначеἐπεγένετο ἄλλοις ἄ. κωλύματα Thuc. — у всякого были свои препятствия;
ἄ. οὐδαμοῦ Plat. — никаким другим образом, не иначе -
34 αλλοθροος
стяж. ἀλλόθρους 2чужеязычный, т.е. иноземный, чужой(ἄνθρωποι Hom.; πόλις Aesch.; στρατός Her.)
ἀ. γνώμη Soph. — совет незнакомца -
35 αλλοκοτος
21) другой, иной, отличныйἀ. τῶν πάρος Soph. — отличный от прежнего
2) странный, необычный(ὄνομα Plat.; φωνή Plut.)
3) чудовищный, ужасный(πρᾶγμα Thuc.; ἔργον Plut.)
-
36 αλλοπαθεια
-
37 αλλοπαθης
-
38 αλλοπροςαλλος
2переходящий от одного к другому, склоняющийся на сторону то одного, то другого, т.е. переменчивый, непостоянный(Ἄρης Hom.; πλοῦτος Anth.)
-
39 αλλοτε
дор. ἄλλοκα adv. в другой раз, в другое время, иногдаἄ. (μέν) …, ἄ. δέ Hom., Plat., ὅτε μέν …, ἄ. δέ Hom., τότε (πότε μέν) …, ἄ. δέ Soph., ἄ. μέν …, τότε δέ Xen., ἄλλοκα μὲν …, ἄλλοκα δέ Theocr. — то …, то …, иногда …, иногда …;
ἄ. καὴ ἄ. Xen. — от времени до времени;ἄ. ἄλλος Aesch., Plat. — то один, то другой;ἄλλως ἄ. Aesch. — то так, то иначе -
40 αλλοφρονεω
1) думать о другом, быть занятым другими мыслями Hom.οἱ (Θηβαῖοι) ἀλλοφρονέοντες ἔπεμπον Her. — фиванцы прислали (отряды войск), хотя на уме у них было другое
2) лишиться чувств, быть в бессознательном состоянии Hom.κεῖτ΄ ἀλλοφρονέων Theocr. — он лежал без чувств
3) быть не в своем уме, обезуметь(ἀλλοφρονῆσαι ὑπό τινος Her.)
См. также в других словарях:
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
άλλο — επίρρ. βλ. άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδέτερο τού άλλος με επιρρηματική χρήση) … Dictionary of Greek
ἄλλο — ἄλλος y neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεταβασις εις αλλο γενος — Unter einer Metábasis eis állo génos (gr. μετάβασις εἰς ἄλλο γένος, wörtl. Übergang in eine andere Art, gemeint hier: Begriffssphäre) oder Übergriff in ein anderes Gebiet versteht man zum einen einen plötzlichen Sprung in einer Beweisführung oder … Deutsch Wikipedia
Μετάβασις εις άλλο γένος — (metabasis eis allo genos) (греч.) переход в другой род. Логическая ошибка. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κἄλλο — ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄλλο — ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek