-
1 αλλογενης
-
2 ἀλλογενής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀλλογενής
-
3 αλλογενής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αλλογενής
-
4 αλλογενής
ης, ες чужеземный -
5 ἀλλογενής
иноплеменный, из другого рода; LXX: (נֵכָר).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀλλογενής
-
6 ἀλλογενὴς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀλλογενὴς
-
7 αλλογενής
[аллогенис] επ чужеземный. -
8 αλλογενής
[аллогенис] ουσ α чужеземец. -
9 241
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 241
См. также в других словарях:
ἀλλογενής — of another race masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλογενής — ές (Α ἀλλογενής) αυτός που ανήκει σε άλλο γένος, σε άλλη φυλή, ο ξένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γενὴς < γένος] … Dictionary of Greek
αλλογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ανήκει σ άλλο γένος (έθνος, φυλή): Πρώτη φορά θα συνεργαζόταν μ έναν αλλογενή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλλογενῆ — ἀλλογενής of another race neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλλογενής of another race masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλλογενής of another race masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλογενεῖ — ἀλλογενής of another race masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀλλογενής of another race masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλογενεῖς — ἀλλογενής of another race masc/fem acc pl ἀλλογενής of another race masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλογενές — ἀλλογενής of another race masc/fem voc sg ἀλλογενής of another race neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλογενοῦς — ἀλλογενής of another race masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλογενέσι — ἀλλογενής of another race masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλογενέσιν — ἀλλογενής of another race masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλογενῶν — ἀλλογενής of another race masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)