Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀλλοειδής

См. также в других словарях:

  • αλλοειδής — ἀλλοειδής, ές (Α) αυτός που έχει διαφορετική όψη από ό,τι προηγουμένως, αλλαγμένος, αλλόκοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + ειδής < εἶδος] …   Dictionary of Greek

  • ἀλλοειδής — of different form masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοειδῆ — ἀλλοειδής of different form neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλλοειδής of different form masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλλοειδής of different form masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοειδέα — ἀλλοειδής of different form neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀλλοειδής of different form masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοειδές — ἀλλοειδής of different form masc/fem voc sg ἀλλοειδής of different form neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοειδοῦς — ἀλλοειδής of different form masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοειδέας — ἀλλοειδής of different form masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοειδῶν — ἀλλοειδής of different form masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοειδῶς — ἀλλοειδής of different form adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»