-
1 ἀλλάγδην
ἀλλάγ-δην, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλάγδην
-
2 ἀλλαγή
A change, A.Ag. 482, etc.;ἀλλαγᾷ βίου S.OT 1206
; η κäτὰ τόπον ἀ. Arist. Spir. 485a22;ἀ. θεῶν Plu.2.166d
.II exchange, barter, buying and selling, Pl.R. 371b, Arist.EN 1133a19, Pol. 1257a13; pl., διὰ τὰς ἀ. for purposes of exchange, ib. 1280a35.2 agio, whether premium or discount, Peripl.M.Rubr.49, PEleph.14.10 (iii B. C.), PTeb99.2 (ii B. C.), BGU1194.17 (i B. C.), etc.III later, change of post-horses, stage, Eust.531.21, cf. POxy.1863.5, etc. -
3 ἀλλαγμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλαγμός
-
4 ἄλλαγμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄλλαγμα
См. также в других словарях:
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
καταλλάγδην — (Α) επίρρ. αμοιβαία, εναλλάξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλλάγ δην «εναλλάξ» (< ἀλλάσσω)] … Dictionary of Greek