-
1 ἀλλάττομαι
См. также в других словарях:
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
καταλλάγδην — (Α) επίρρ. αμοιβαία, εναλλάξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλλάγ δην «εναλλάξ» (< ἀλλάσσω)] … Dictionary of Greek