-
1 ακριτος
21) беспорядочный, бессвязный, путаный(μῦθος Hom.)
ἄκριτα ἀγορεύειν Hom. — толковать и вкривь и вкось;ἠχέ ἄ. Plut. — нестройный шум2) смешанный, необособленныйτύμβος ἄ. Hom. — общая могила;
(πάντων χρημάτων) ἀκρίτων ὄντων Plat. — когда все элементы были перемешаны друг с другом3) нерешенный; сомнительный, спорный, неясный(νείκεα Hom., Plut.; ἄεθλον Hes.; ἔρις Dem.)
ἔτι δ΄ ὄντων ἀκρίτων Thuc. — так как исход войны еще не решен;ἄ. καὴ χαλεπὸς ὅ Ὠρίων εἶναι δοκεῖ Arst. — трудно определить с точностью время восхода и захода Ориона4) неисчислимый, несметный(ἄστρων ὄχλος Eur.; πλῆθος Plut., Babr.)
5) непрерывный, нескончаемый, сплошной(ἄχεα Hom.; ὄρος Anth.)
6) не рассмотренный судом, неразобранный(πρᾶγμα Isocr.)
ἀ. θάνατος Plat. — казнь без суда7) никому не подсудный(πρύτανις Aesch.)
8) действующий без разбора, вслепую, опрометчиво(Μοῖρα Anth.; ἀλόγιστος καὴ ἄ. Polyb.)
9) не разобравший дела -
2 άκριτος
η, ο [ος, ον ]1) необдуманный, опрометчивый; безрассудный, легкомысленный; 2) не рассмотренный судом, неразобранный (о деле); без суда, без судебного разбирательства;καταδικάσθηκε άκριτος — его приговорили без суда
-
3 αδικαστος
См. также в других словарях:
ἄκριτος — undistinguishable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
άκριτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει κρίση: Αυτά είναι λόγια άκριτα. 2. αυτός που δεν κρίθηκε, δεν αποφασίστηκε: Ο αγώνας έμεινε άκριτος. 3. αυτός που δε δικάστηκε: Βρίσκεται στη φυλακή άκριτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριτώτερον — ἄκριτος undistinguishable masc acc comp sg ἄκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc comp sg ἄκριτος undistinguishable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτως — ἄκριτος undistinguishable adverbial ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκριτον — ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc sg ἄκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριτώτεροι — ἄκριτος undistinguishable masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτοις — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτοισι — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτου — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίτους — ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)