-
1 αδικαστος
См. также в других словарях:
θεοδίκαστος — θεοδίκαστος, ον (Μ) αυτός που δικάζεται από τη θεϊκή κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δίκαστος (< δικάζω), πρβλ. α δίκαστος, ακατα δίκαστος] … Dictionary of Greek
1 αδικαστος
θεοδίκαστος — θεοδίκαστος, ον (Μ) αυτός που δικάζεται από τη θεϊκή κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δίκαστος (< δικάζω), πρβλ. α δίκαστος, ακατα δίκαστος] … Dictionary of Greek