-
1 Ακαν
-
2 Ἄκαν
-
3 ακάν
-
4 ἀκάν
-
5 ἄκαν
-
6 ἀκαν-ώδης
-
7 ακαν,-ανος
-
8 ἀκανθο-λόγοι
ἀκανθο-λόγοι, σῆτες Phil. Thess. 44 (XI, 347), Grammatiker, die Spitzfindigkeiten sammelnden, s. ἀκαν-ϑοβάται; ποιηταί Ant. Th. 45 (XI, 20).
-
9 ἄκανθα
Grammatical information: f.Meaning: `thorn, thistle', name of different thorny plants (Strömberg Pflanzennamen 17), also `backbone, spine' of fishes, snake, man (Od.). Note ἄκανθος m. `acanthus' (Acanthus mollis).Other forms: ἀκανθίας kind of shark; grasshopper (cf. Strömberg Fischnamen 47, Wortstudien 17); ἀκανθίς name of a bird (`goldfinch' or `linnet', cf. Thompson Birds s. v.), also a plant; ἀκανθυλλίς bird-name (Thompson s. v.), ἀκανθίων `hedgehog', ἀκανθέα a plant, ἀκανθηλή meaning unknown.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The basic meaning is `thorn', and from there `backbone, spine'. Usually, ἄκανος `pine-thistle' is considered basic, but a connection with ἄνθος is improbable; a compound *ἄκ-ανθα `Stachelblume' (Kretschmer Einleitung 403 A. 1) is a type of etymology of the past. ἄκαν-θα acc. to Solmsen Wortf. 264. Belardi assumes an Indo-Mediterranean substr. word, connecting Skt. kaṇṭ(h)a-, but such combinations with Sanskrit are mostly incorrect, the Indo-Med. hypothesis quite doubtful. Most probable is a (Greek) substr. element, though in this case there is no positive indication except short -α (Beekes, Pre-Greek). There is no reason to assume a secondary Greek formation, as assumed by DELG. - One connects ἀκαλανθίς = ἀκανθίς (Ar.); Niedermann Glotta 19, 8ff. through metathesis of *ἀκανθαλίς.Page in Frisk: 1,50Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄκανθα
-
10 ἄκανος
Grammatical information: m.Meaning: a thistle, `Atractylis gummifera', `dorniger Fruchtkopf' (Thphr.);Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Cf. for the formation πλάτανος, ῥάφανος, πύανος etc.; the word is generally derived from ἀκ- `sharp', but the suffix - ανος rather points to a non-IE word (words like ἄκων, ἀκόνη rather confirm that the - α- is foreign).Page in Frisk: 1,51Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄκανος
См. также в других словарях:
άκαν — Ονομασία μιας ομάδας συγγενικών λαών που ζουν κυρίως στην Γκάνα, καθώς και σε περιοχές της νοτιοανατολικής Ακτής του Ελεφαντοστού. Οι Α. της Γκάνα αριθμούν πάνω 7.500.000. Οι Α. μιλούν γλώσσες του κλάδου Τβα, της υποοικογένειας Κβα και χωρίζονται … Dictionary of Greek
ἀκάν — ἀκά̱ν , ἀκή point fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκαν — Ἄκᾱν , Ἄκης masc acc sg (epic doric aeolic) Ἄκης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… … Dictionary of Greek
άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… … Dictionary of Greek
ακαλανθίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της μακεδονικής Ημαθίας, Πιερία. Αυτή και οι οκτώ άλλες αδελφές της μεταμορφώθηκαν σε κίσσες, επειδή καυχήθηκαν πως τραγουδούσαν καλύτερα από τις εννέα Μούσες. * * * ἀκαλανθίς ( ίδος), η (Α) 1. αρχαία ελλην.… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ԱԿՔԱՆ — ( ) NBH 1 0027 Chronological Sequence: Early classical, 5c գ. ԱԿՔԱՆ որ եւ ԵԿՔԱՆ, եւ ՈՔՈԶ. ἅκαν, ἁκχούχ եբր. խօխա carduus, spina Թուփ փշալից. թերեւս կէվէ կամ տէվէ թիփէնի: ՟Դ. Թագ. ՟Ժ՟Ե. 9: *Ակքանն բանջար ինչ է, եւ կամ թուփ փոքրիկ՝ նման մորի կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)