-
1 άκαινα
-
2 ἄκαινα
-
3 ἄκαινα
Grammatical information: f.Meaning: `spike, prick, goad' (A. R.). Also `ten-food rod', in Thessaly (Bechtel Gr. Dial. 1, 116, 204). Cf. ἄκαινα δέ ἐστι μέτρον δεκάπουν Θεσσάλων εὔρεμα (Sch. A.R. 3, 1323; Call. fr. 24, 6). In Egypt a `measure of 100 square ft.' (Hero, pap.).Origin: IE [Indo-European]X [probably] GR [a formation built with Greek elements]Etymology: With - ια from the n-stem ἄκων (s. v.); or directly from ἀκ- with the suffix - αινα. Hardly old. - Fur. 172 warns that the suffix - αινα is a substr. element. - The measure is in origin the same word; DELG compares κάλαμος, Lat. pertica, Fr. perche.Page in Frisk: 1,49Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄκαινα
-
4 ἄκαινα
-
5 ακαινα
ἡ стрекало Anth. -
6 ἄκαινα
A spike, prick, goad, A.R.3.1323, AP6.41 (Agath.).II ten-foot rod used as a measure,ἄκαιναν ἀμφότερον κέντρον τε βοῶν καὶ μέτρον ἀρούρης Call.Fr. 214
, cf. Sch.A.R. l.c. -
7 ἄκαινα
ἄκαινα, Spitze, Stachel; ein Längenmaß von 10 Fuß -
8 ακαίνας
-
9 ἀκαίνας
-
10 βού-πληκτρος
βού-πληκτρος, ἄκαινα, = folgdm, Agath. 30 (VI, 41).
-
11 βουπληκτρος
-
12 καλαμος
(κᾰ) ὅ1) тж. собир. камыш, тростник(καλάμου εἶχον τὰς ὀροφὰς αἱ οἰκίαι Her.; οἱ κάλαμοι οἱ πεφυκότες ἐν ταῖς λίμναις Arst.; κ. ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος NT.; στεφανωσάμενος καλάμῳ λευκῷ Arph.)
2) тростниковая тычина(κάλαμοι, ἐν οἷς ἱστᾶσι τὰς ἀμπέλους Arst.)
3) тростниковая свирель, цевница(Πανός Eur.)
5) тростниковая палочка для письма, перо6) тростниковая цыновка7) стебель, солома(τοῦ σίτου Xen.)
8) ( на ткани) полоска(κάλαμοι χρύσεοι Anth.)
πήχεις, т.е. ок. 3.1 метра (μετρῆσαι τέν πόλιν τῷ καλάμῳ NT.) -
13 άκαιναι
-
14 ἄκαιναι
-
15 άκαιναν
-
16 ἄκαιναν
-
17 ακαινών
-
18 ἀκαινῶν
-
19 ακαίνη
-
20 ἀκαίνῃ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… … Dictionary of Greek
ἄκαινα — spike fem nom/voc sg ἄκαινον spike neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαίνας — ἀκαίνᾱς , ἄκαινα spike fem acc pl ἀκαίνᾱς , ἄκαινα spike fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Акена — (άκαινα) линейная мера в древней Греции, в 10 греческих футов = 3,09 метра = 4 арш. 5 1/2 верш … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ακ- — [ἄκαινα, ἀκαλήφη, ἄκανθα, ἄκανος, ἄκαστος, ἀκαχμένος, ἀκή, ἀκίς, ἀκμή, ἄκμων, ἀκόνη, ἄκορνα, ἀκοστή, ἀκούω, ἀκράχολος, ἀκρεμών, ἀκριβής, ἄκρις, ἄκρος, ἀκροῶμαι, ἀκτή, ἀκωκή, ἄκω, ἄχνη, ἄχυρον, ὄκρυς, ὀξύς] Γλωσσ. ρίζα εκατοντάδων λέξεων τής… … Dictionary of Greek
ἀκαινῶν — ἄκαινα spike fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαίνῃ — ἄκαινα spike fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαιναι — ἄκαινα spike fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαιναν — ἄκαινα spike fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… … Wikipedia Español
осот — чертополох , укр., блр. осот Cirsium , др. русск., цслав., осътъ τρίβολος, болг. осът чертополох (Младенов 391). сербохорв. местн. н. О̀сат, словен. osǝt, чеш. оsеt, род. п. ostu, польск. оsеt, род. п. ostu. От и. е. *аk острый , лит. ãšutas,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера