-
1 άθροισμα
ἄθροισμαthat which is gathered: neut nom /voc /acc sg——————ἄθροισμα, ἄθροισμαthat which is gathered: neut nom /voc /acc sg -
2 αθροισμα
-
3 ἄθροισμα
ἄθροισμα, τό,2 process of aggregation, Pl.Tht. 157b; aggregate,τέχνη ἄ. καταλήψεων Chrysipp.Stoic.2.23
; ψυχὴ ἐννοιῶν καὶ προλήψεων ἄ. ib.2.228, cf. Gal.1.67; compound, Max. Tyr.40.5.II in Epicur. philos., assemblage of atoms, Epicur. Fr.59, al.; esp. of the human organism, Id.Ep.1p.19U., al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθροισμα
-
4 ἄθροισμα
Βλ. λ. άθροισμα -
5 ἅθροισμα
Βλ. λ. άθροισμα -
6 άθροισμα
το сумма, итог -
7 άθροισμα
τοSumme f -
8 άθροισμα
[атризма] ουσ. о. сбор, сумма, итог,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άθροισμα
-
9 ἄθροισμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 1 Mc 3,13multitude, gathering, assembly -
10 άθροισμα
[атризма] ουσ ο сбор, сумма, итог. -
11 ἄθροισμα
ἄ-θροισμα, Versammlung; Häufung, Masse. -
12 άθροισμα
somme -
13 συν-άθροισμα
συν-άθροισμα, τό, das Gesammelte, Sp.
-
14 somme
άθροισμα -
15 dekont
άθροισμα του λογαριασμου -
16 сумма
1. мат. το άθροισμα- углов - των γωνιών 2 (определённое количество денег) το ποσ/όν, το άθροισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сумма
-
17 άθροισμ'
ἄθροισμα, ἄθροισμαthat which is gathered: neut nom /voc /acc sgἄ̱θροισμαι, ἀθροίζωgather together: perf ind mp 1st sg (doric aeolic) -
18 ἄθροισμ'
ἄθροισμα, ἄθροισμαthat which is gathered: neut nom /voc /acc sgἄ̱θροισμαι, ἀθροίζωgather together: perf ind mp 1st sg (doric aeolic) -
19 αθροίσματι
ἄθροισμαthat which is gathered: neut dat sg——————ἀθροίσματι, ἄθροισμαthat which is gathered: neut dat sg -
20 сумма
-ы θ.1. (μαθ.) το άθροισμα•сумма трёх чисел άθροισμα τριών αριθμών.
2. ποσό, ποσότητα, σύνολο•вся сумма человеческих знаний το σύνολο των ανθρώπινων γνώσεων.
3. ποσό χρημάτων•затрачены крупные -ы ξοδεύτηκαν μεγάλα ποσά.
См. также в других словарях:
ἅθροισμα — ἄθροισμα , ἄθροισμα that which is gathered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθροισμα — that which is gathered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… … Dictionary of Greek
άθροισμα — το, ατος το αποτέλεσμα της άθροισης: Το 12 είναι το άθροισμα των αριθμών 7 και 5 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάτομα — Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή… … Dictionary of Greek
ἄθροισμ' — ἄθροισμα , ἄθροισμα that which is gathered neut nom/voc/acc sg ἄ̱θροισμαι , ἀθροίζω gather together perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυξομύκητες ή μυξόφυτα — Άθροισμα ή κλάση απλούστατων φυτικών οργανισμών, που το φυτικό τους σώμα αποτελείται από μια πρωτοπλασματική (πλασμώδιο) πολυπύρηνη και αμέμβρανη μάζα· συναντιούνται συχνότατα στα δάση, πάνω στους κορμούς των δέντρων, στα σαπισμένα φύλλα ή πάνω… … Dictionary of Greek
ἀθροισμάτων — ἄθροισμα that which is gathered neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροίσμασι — ἄθροισμα that which is gathered neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροίσμασιν — ἄθροισμα that which is gathered neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροίσματα — ἄθροισμα that which is gathered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)