-
1 ἀθόλωτος
ἀθόλ-ωτος, ον,A untroubled, of water, Hes.Op. 595; of pure air, Luc. Trag.62: metaph.,λόγος Them. Or.19.232d
;ἀ. τὴν αἰδῶ φυλάττειν Just.Nov.78.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθόλωτος
-
2 ἄθολος
ἄθολ-ος, ον,A not turbid, clear, Luc.Hist.Conscr.51: [comp] Sup., Olymp. in Mete.271.22.
См. также в других словарях:
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
Μαν, νησί του- — Νησί, αυτοδιοικούμενη κτήση του Βρετανικού Στέμματος, στην Ιρλανδική θάλασσα. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Αγγλίας. Περιλαμβάνει επίσης τη νησίδα Καφ οφ Μαν, στη νοτιοδυτική ακτή.Η πρωτεύουσα του ν.τ.Μ.… … Dictionary of Greek