-
1 άης
ἄ̱ης, ἄημιva´ti: imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic)ἄημιva´ti: pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic)ἄημιva´ti: imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic)ἄ̱ης, ἀάωhurt: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 ἄης
ἄ̱ης, ἄημιva´ti: imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic)ἄημιva´ti: pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic)ἄημιva´ti: imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic)ἄ̱ης, ἀάωhurt: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 βαρυαής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυαής
-
4 δυσαής
A ill-blowing, stormy,ἀνέμοιο δυσαέος Il.5.865
;Ζεφύροιο δ. 23.200
, al.: poet. gen. pl. δυσαήων for δυσαέων, Od.13.99. -
5 ἁλιαής
-
6 ἀκρᾶής
ἀκρ-ᾶής, έος (ἄκρος, ἄϝημι): sharpblowing, of favorable winds. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀκρᾶής
-
7 ἁλιᾶής
ἁλι-ᾶής, έος (ἅλς, ἄημι): blowing on the sea, of favorable, off-shore winds, Od. 4.361†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἁλιᾶής
-
8 δυςᾶής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δυςᾶής
-
9 ὑπερᾶής
ὑπερ-ᾶής, ές ( ἄημι): blowing excessively or strongly, Il. 11.297†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπερᾶής
-
10 ζᾱής
ζᾱήςGrammatical information: adj.Meaning: `blowing strongly' (Il.).Origin: IE [Indo-European] [81] *h₂u̯eh₁- `blow'Page in Frisk: 1,607Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζᾱής
См. также в других словарях:
άης — ο ο άγιος* ορθότ. γραφή άις … Dictionary of Greek
ἄης — ἄ̱ης , ἄημι va´ti imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic) ἄημι va´ti pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) ἄημι va´ti imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic) ἄ̱ης , ἀάω hurt imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαής — εὐαής, ές (Α) 1. ευάερος, δροσερός 2. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο ούριος 3. ευνοϊκός, ευμενής, ωφέλιμος, ευχάριστος (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῑν ἔλθοις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αής (< άημι «φυσώ»), πρβλ. δυσ αής,… … Dictionary of Greek
πολυαής — ές, Α αυτός που πνέει πολύ ή δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱής (< ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»), πρβλ. βαρυ αής, δυσ αής. Το μακρό ᾱ τού β συνθετικού πιθ. με έκταση λόγω συνθέσεως ή για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
υπεραής — ές, Α (για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. τού Ησύχ. ἄος πνεῦμα), πρβλ. δυσ αής, εὐ αής] … Dictionary of Greek
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… … Dictionary of Greek
Agios Dometios — Infobox City official name = Agios Dhometios website = [http://www.agiosdhometios.org.cy http://www.agiosdhometios.org.cy] subdivision type = District subdivision name = Nicosia TotalArea sq mi = area total = leader title = Mayor leader name =… … Wikipedia
άι(ς) — ο ο άγιος*, ορθότ. γραφή αντί άης … Dictionary of Greek
αλιαής — ἁλιαής, ὲς (Α) άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + αὴς (< πιθ. ἄος) < ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»] … Dictionary of Greek
βαρυαής — βαρυαής, ές (Α) 1. φρ. «βαρυαής ὕπνος» ύπνος με βαρύ φύσημα 2. αυτός που αναδίδει δυνατή οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αής < άημι «πνέω δυνατά, φυσώ» (πρβλ. ακραής, αλιαής κ.ά.)] … Dictionary of Greek