-
1 ἕρση
ἕρση, ἡ: [dialect] Ep. [full] ἐέρση, later [full] ἀέρση PLit.Lond.60 (Posidipp.): [dialect] Aeol., [dialect] Dor. [full] ἐέρσᾱ Sapph.Supp.25.12 ( αδερσα (= ἀ δ' ἐέρσα) Pap.), [full] ἔερσᾰ Pi. N.3.78, cf. Hdn.Gr.2.90: Cret. [full] ἄερσα Hsch.: [full] ἔρσα Alcm.48, [full] ἕρσα Theoc.20.16:—A dew, Il.23.598, etc.; τεθαλυῖά τ' ἐέρση (v.l. θ' ἑέρση ) abundant dew, Od.13.245 ;θῆλυς ἐ. 5.467
, Hes.Sc. 395 : pl., raindrops, ; στιλπναὶ δ' ἀπέπιπτον ἔ. (sc. τῆς νεφέλης) 14.351, cf. Theoc.2.107 ;χλωραῖς ἐ. Pi.N.8.40
: generally, of any liquid, ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ' ἐέρσας from the water of the sea, ib.7.79 ; foam, ib.3.78 ; γλυκερὴ ἐέρση, of honey, Hes.Th.83.II metaph., of young and tender animals, χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι (this form only here in Hom.) Od.9.222, cf. Hsch.; esp. of kids born in winter, Id. (Cf. Skt. varsám 'rain'.)
См. также в других словарях:
έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να … Dictionary of Greek