-
1 ἄδρομος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄδρομος
-
2 άδρομοι
-
3 ἄδρομοι
-
4 διαυλόδρομος
A running the δίαυλος, IG7.1772 ([place name] Thespiae), Liv.Ann.3.146 ([place name] Thessaly): written [suff] δῐαυλοδρομ-αδρόμος CIG 2758 ([place name] Aphrodisias): metaph. of the cock, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει interpol. in Artem.4.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαυλόδρομος
См. также в других словарях:
άδρομος — η, ο (Α ἄδρομος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δρόμους ή έχει ανεπαρκείς και σε κακή κατάσταση δρόμους («άδρομο φαράγγι») 2. άτοπος, άπρεπος αρχ. (για άλογα) αυτός που δεν καλπάζει, που δεν τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δρόμος.… … Dictionary of Greek
ἄδρομοι — ἄδρομος that will not gallop masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρομία — η [άδρομος] 1. (κυριολεκτικά) η έλλειψη δρόμων ή συγκοινωνίας 2. αστοχία στα λόγια, απρέπεια … Dictionary of Greek