Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄγχαυρος

См. также в других словарях:

  • άγχαυρος — ἄγχαυρος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κοντά στο πρωί, προς το τέλος τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + αὔριον] …   Dictionary of Greek

  • ἄγχαυρος — near the morning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγχαυρον — ἄγχαυρος near the morning masc/fem acc sg ἄγχαυρος near the morning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • aug- —     aug     English meaning: to glance, see, dawn     Deutsche Übersetzung: “glänzen; sehen”     Note: Probably Root aug : “ to glance, see, dawn “ derived from Root au̯es : “ to shine; gold, dawn, aurora etc.”.     Material: Gk. αὐγή “ shine,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • au̯es- —     au̯es     English meaning: to shine; gold, dawn, aurora etc.     Deutsche Übersetzung: “leuchten”, especially vom Tagesanbruch     Material: O.Ind. uṣüḥ f. acc. uṣü̆sam, gen. uṣásaḥ “ aurora “, Av. ušü̊ , acc. ušü̊ ŋhǝm, gen.ušaŋhō… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

  • αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»