-
1 αγρία
ἀγρίᾱ, ἄγριοςliving in the fields: fem nom /voc /acc dualἀγρίᾱ, ἄγριοςliving in the fields: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀγρίᾱ, ἀγρίαfem nom /voc /acc dualἀγρίᾱ, ἀγρίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀ̱γρίᾱ, ἀγριάωto be savage: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀγρίᾱ, ἀγριάωto be savage: pres imperat act 2nd sgἀγρίᾱ, ἀγριάωto be savage: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————ἀγρίᾱͅ, ἄγριοςliving in the fields: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀγρίᾱͅ, ἀγρίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αγρια
-
3 άγρια
ἄγριοςliving in the fields: neut nom /voc /acc plἄγριοςliving in the fields: neut nom /voc /acc pl -
4 ἄγρια
ἄγριοςliving in the fields: neut nom /voc /acc plἄγριοςliving in the fields: neut nom /voc /acc pl -
5 αγριά
-
6 ἀγριά
-
7 ἀγρία
-
8 ἀγρία
Βλ. λ. αγρία -
9 ἀγρίᾳ
Βλ. λ. αγρία -
10 αγριά
η пырей -
11 ἄγρια
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄγρια
-
12 άγρια
1) ferociously2) savagely3) wildlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άγρια
-
13 πολυ-αγρία
πολυ-αγρία, ἡ, das Vielfangen auf der Jagd, Poll. 5, 12.
-
14 εὐ-αγρία
-
15 δυς-αγρία
-
16 μον-αγρία
-
17 θηρ-αγρία
-
18 ἀνδρ-άγρια
ἀνδρ-άγρια, τά, die dem erlegten Manne abgenommene Beute, Hom. einmal, Il. 14, 509.
-
19 ἀν-αγρία
ἀν-αγρία, ἡ, Mangel an Jagd; die Zeit, wo man nicht jagen darf, Xen. Cyn. 5, 34.
-
20 Φωνάζουν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα
• Баламутят воду, чтобы половить рыбку в мутной водеИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φωνάζουν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα
См. также в других словарях:
ἀγρία — ἀγρίᾱ , ἄγριος living in the fields fem nom/voc/acc dual ἀγρίᾱ , ἄγριος living in the fields fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀγρίᾱ , ἀγρία fem nom/voc/acc dual ἀγρίᾱ , ἀγρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀ̱γρίᾱ , ἀγριάω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρίᾳ — ἀγρίᾱͅ , ἄγριος living in the fields fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγρίᾱͅ , ἀγρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγριά — Sp Agrijà Ap Αγριά/Agria L R Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
άγρια ζωή — Το σύνολο των φυτικών και ζωικών ζωντανών οργανισμών των οποίων ο τρόπος ζωής (αναπαραγωγή, ανάπυξη) δεν έχει επηρεαστεί άμεσα από τον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του. Οι οργανισμοί αυτοί είναι πιθανόν να ανήκουν σε φυσικά οικοσυστήματα ή να… … Dictionary of Greek
άγρια ζώα — Τα ζώα που ζουν στη φυσική τους ελευθερία, είτε στην ξηρά, είτε στη θάλασσα, είτε στον αέρα. Διαχωρίζονται από τα ήμερα ή οικιακά, που συνυπάρχουν στον άμεσο χώρο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου και βρίσκονται συνέχεια κάτω από τη βούλησή του. Η… … Dictionary of Greek
Αγριά — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 5.229 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και αποτελεί προάστιο της πόλης του Βόλου και τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματός της … Dictionary of Greek
ἀγριά — ἀγριάς wild fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγρια — ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc pl ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγρια αλισφακιά — η βλ. αγριοφασκομηλιά … Dictionary of Greek
άγρια κυδωνιά — η βλ. αγριοκυδωνιά … Dictionary of Greek
άγρια ξυλοκερατιά — η βλ. κουτσουπιά … Dictionary of Greek