-
1 άγνωστοι
-
2 ἄγνωστοι
-
3 ἄγνωτος
ἄγνωτος, -ονa act., ignorant, c. gen. φωνὰν ἀκούειν ψευδέων ἄγνωτον (v. l. ἄγνωστον) O. 6.67b pass., unknown οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν (v. l. ἀγνῶτ. “non obscure, sc. tibi pro tua sapientia, Isthmiacam cano victoriam.” Schr.) I. 2.12 τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί (Mommsen: ἄγνωστοι codd. “le silence et l'oubli” Puech.) I. 4.30 -
4 σιωπή
A silence, S.OT 1075, Fr. 928, E.Hipp. 911;σ. ὑπεσημάνθη Th.6.32
; σ. ποιεῖν, ποιεῖσθαι, X.HG6.3.10, Isoc.12.234; ἦν ς. there was a hush or calm, S.OC 1623, Aeschin.2.35: pl., τῶν ἀπειράτων ἄγνωστοι ς. inglorious silence is their lot who make no venture, Pi.I.4(3).30 (48).II dat. σιωπῇ as Adv., in silence, the only case used by Hom.,ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ Il.3.95
, etc.;σ. ἧσο 4.412
; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε ς. made a sign without speaking, 9.620;σ. πίνειν Od.1.339
;σ. πάσχειν ἄλγεα 13.309
, cf. Pi.P.4.57; στῆναι, πορεύεσθαι, καθῆσθαι ς., E.HF 930, X.Cyr.5.3.43, D.48.31; secretly, Il.14.310; , cf. Ar.Eq. 1212. -
5 ὀνοδέστεροι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνοδέστεροι
См. также в других словарях:
ἄγνωστοι — ἄγνωστος unknown masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… … Wikipedia
Dia (Insel) — Dia Luftbild von Dia Gewässer Mittelmeer Geographische Lage … Deutsch Wikipedia
Demeterheiligtum (Pergamon) — Demeterheiligtum von Osten mit Blick auf den Tempel und die Altäre Das Demeterheiligtum von Pergamon ist ein am Südhang des Burgberges gelegenes Heiligtum für die Fruchtbarkeitsgöttin Demeter, das besonders in hellenistischer Zeit, aber auch… … Deutsch Wikipedia
María Plytá — (grec moderne : Μαρία Πλυτά) née le 26 novembre 1915 à Thessalonique et décédé le 4 mars 2006 était une réalisatrice et metteur en scène grecque. Elle fut la première femme à réaliser un film en Grèce avec Les Fiançailles en 1950. Elle avait … Wikipédia en Français
ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… … Dictionary of Greek
βέλτερος — βέλτερος, α, ον (ποιητ.) (Α) συγκρ. του αγαθός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Του επίθ. αγαθός* υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού (βελτίων και βέλτερος) καθώς και υπερθετικού (βέλτιστος και βέλτατος) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν… … Dictionary of Greek
εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… … Dictionary of Greek
ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… … Dictionary of Greek