Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄγλαυρος

См. также в других словарях:

  • Ἄγλαυρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγλαυρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγλαυρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος και κόρη του Κέκροπα. Λέγεται και Άγραυλος. * * * ἄγλαυρος, ον (Α) ο ἀγλαός* …   Dictionary of Greek

  • ἄγλαυρον — ἄγλαυρος masc/fem acc sg ἄγλαυρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγλαύροις — Ἄγλαυρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαύροις — ἄγλαυρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγλαύροισιν — Ἄγλαυρος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαύροισιν — ἄγλαυρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγλαύρου — Ἄγλαυρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαύρου — ἄγλαυρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγλαύρῳ — Ἄγλαυρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»