-
1 Αγεα
-
2 Ἄγεα
-
3 άγεα
-
4 ἄγεα
-
5 αγέα
ἁ̱γέα, ἁγήςguilty: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἁ̱γέα, ἁγήςguilty: masc /fem acc sg (epic ionic) -
6 ἁγέα
ἁ̱γέα, ἁγήςguilty: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἁ̱γέα, ἁγήςguilty: masc /fem acc sg (epic ionic) -
7 ἁγής
A guilty, accursed, dub. in Hippon.11.II in good sense, pure, holy, of the sun,ἁγέα κύκλον Emp.47
. -
8 ἄγος
1 pollution, guilt,ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι Hdt.6.56
;ἄ. ἐκθύσασθαι 6.91
;ἄ... κεκτήσεται θεῶν A.Th. 1022
;ἄ. αἱμάτων ἀρέσθαι Id.Eu. 168
, cf. AP 7.268 ([place name] Plato);ἄ. φυλάσσεσθαι A.Supp. 375
; ;ὅθεν τὸ ἄ. συνέβη τοῖς Συβαρίταις Arist.Pol. 1303a30
;ἄ. ἀφοσιώσασθαι Plu.Cam.18
: in concrete sense, the person or thing accursed, S.OT 1426; ἄ. ἐλαύνειν, = ἀγηλατεῖν, Th.1.126.3 ἄγεα· τεμένεα, and ἀγέεσσι· τεμένεσι, Hsch.; ἄγη· τὰ μυστήρια, AB212. ( ἅγος ([etym.] τὸ καθαρόν, σέβασμα) postulated by Gramm. (cf. ἅγιος ἐκ τοῦ ἅγος γέγονεν Et.Gud.) is not found, unlessἄγος 3
be a dialectic form.)------------------------------------ -
9 ἄγος
Grammatical information: n.Meaning: `pollution, guilt, also `expiation' (Hdt.), ἄγεα τεμένη H. (Lesbian? Bechtel Dial. 1, 115).Compounds: ἐν-αγής `under a curse, or pollution' (Hdt.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Mostly connected with Skt. ā́gas- n. `fault, sin', but the long vowel of Sanskrit is difficult. Explanation as psilotic form of *ἅγος belonging with ἅγιος preferred by Chantraine - Masson, FS Debrunner 85-107; but the psilosis is unexpected (not "so as to distinguish it from ἅγιος").Page in Frisk: 1,14Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄγος
См. также в других словарях:
ἁγέα — ἁ̱γέα , ἁγής guilty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἁ̱γέα , ἁγής guilty masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄγεα — Ἄγις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγεα — ἄγος any matter of religious awe neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άκτωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά της Φωκίδας Δηιόνα και της κόρης του Ξούθου Διομήδη. Ο Ά. απέκτησε τον Μενοίτιο από την Αίγινα, κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Μενοίτιος ήταν ο πατέρας του Πατρόκλου. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, γιος… … Dictionary of Greek
άκτωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά της Φωκίδας Δηιόνα και της κόρης του Ξούθου Διομήδη. Ο Ά. απέκτησε τον Μενοίτιο από την Αίγινα, κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Μενοίτιος ήταν ο πατέρας του Πατρόκλου. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, γιος… … Dictionary of Greek
ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek