-
1 άγαμ'
ἄγαμαι, ἄγαμαιwonder: pres ind mp 1st sgἄγαμα, ἄγαμοςunmarried: neut nom /voc /acc plἄγαμε, ἄγαμοςunmarried: masc /fem voc sg -
2 ἄγαμ'
ἄγαμαι, ἄγαμαιwonder: pres ind mp 1st sgἄγαμα, ἄγαμοςunmarried: neut nom /voc /acc plἄγαμε, ἄγαμοςunmarried: masc /fem voc sg -
3 ἀγάμετος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγάμετος
-
4 ἀγαμία
ἀγαμ-ία, ἡ,A single estate, celibacy, Plu.2.491e. -
5 ἀγαμίου
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαμίου
-
6 ἄγαμος
См. также в других словарях:
ἄγαμ' — ἄγαμαι , ἄγαμαι wonder pres ind mp 1st sg ἄγαμα , ἄγαμος unmarried neut nom/voc/acc pl ἄγαμε , ἄγαμος unmarried masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγγαρος — ἄγγαρος, ο (Α) 1. βασιλικός έφιππος ταχυδρόμος στην Περσία. Οι άγγαροι βρίσκονταν σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη χώρα και είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν καταναγκαστική εργασία για να μεταφερθούν οι βασιλικές παραγγελίες 2. (ως επίθ. στη φρ.)… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek