Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄβρομος

См. также в других словарях:

  • ἄβρομος — joining in a shout masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άβρομος — (I) ἄβρομος, ον (Α) θορυβώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ αθροιστ. + βρόμος (= θόρυβος)]. (II) ἄβρομος, ον (Α) αθόρυβος, ήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + βρόμος (= θόρυβος)] …   Dictionary of Greek

  • ἄβρομον — ἄβρομος joining in a shout masc/fem acc sg ἄβρομος joining in a shout neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄβρομα — ἄβρομος joining in a shout neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄβρομοι — ἄβρομος joining in a shout masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἅβρομοι — ἄβρομοι , ἄβρομος joining in a shout masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»