-
1 άβλητος
-
2 ἄβλητος
-
3 αβλήτος
-
4 ἀβλῆτος
-
5 ἄβλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄβλητος
-
6 ἄβλητος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄβλητος
-
7 άβλητον
-
8 ἄβλητον
-
9 άβλητοι
-
10 ἄβλητοι
-
11 αβλήτου
-
12 ἀβλήτου
-
13 αβλήτους
-
14 ἀβλήτους
-
15 ἀνούτατος
ἀνούτ-ᾰτος, ον,II invulnerable, Nonn.D.16.157,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνούτατος
См. также в других словарях:
ἄβλητος — not hit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβλητος — η, ο (Α ἄβλητος, ον) [βάλλω] νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να βληθεί, να χτυπηθεί, απρόσβλητος, άτρωτος αρχ. αυτός που δεν χτυπήθηκε, δεν τραυματίστηκε, δεν λαβώθηκε (από βέλη) … Dictionary of Greek
άβλητος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να χτυπηθεί: Η διμοιρία είχε καταλάβει τώρα μια θέση που ήταν κυριολεκτικά άβλητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβλῆτος — ἀβλής not thrown masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβλητον — ἄβλητος not hit masc/fem acc sg ἄβλητος not hit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβλήτου — ἄβλητος not hit masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβλήτους — ἄβλητος not hit masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβλητοι — ἄβλητος not hit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)