-
1 ἁρπαστός
A carried away (as by a storm), AP12.167 (Mel.) (but ἁρπασταί, nom. pl. of [full] ἁρπαστής, ὁ, ravisher, is prob. l.).2 neut. as Subst., ἁρπαστόν, τό, handball, Ath.1.14f, Artem.1.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπαστός
-
2 αρπαστόν
-
3 ἁρπαστόν
-
4 αρπασταί
-
5 ἁρπασταί
-
6 αρπαστού
-
7 ἁρπαστοῦ
-
8 αρπαστώς
-
9 ἁρπαστῶς
См. также в других словарях:
ἁρπαστόν — ἁρπαστός carried away masc acc sg ἁρπαστός carried away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαστῶς — ἁρπαστός carried away adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχάρπαστος — η, ο, Ν (για πρόσ.) αυτός που αναδείχθηκε από την τύχη και τις περιστάσεις και όχι με τις ικανότητές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + αρπάζω (πρβλ. ανεμ άρπαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ἁρπασταί — ἁρπαστής carried away masc nom/voc pl ἁρπαστός carried away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαστοῦ — ἁρπαστής carried away masc gen sg ἁρπαστός carried away masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)