-
1 αρπαστος
-
2 αναρπαστος
уведенный насильно, захваченный, похищенный Eur., Xen., Plat., Polyb., Plut., Luc.
См. также в других словарях:
ἁρπαστόν — ἁρπαστός carried away masc acc sg ἁρπαστός carried away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαστῶς — ἁρπαστός carried away adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχάρπαστος — η, ο, Ν (για πρόσ.) αυτός που αναδείχθηκε από την τύχη και τις περιστάσεις και όχι με τις ικανότητές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + αρπάζω (πρβλ. ανεμ άρπαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ἁρπασταί — ἁρπαστής carried away masc nom/voc pl ἁρπαστός carried away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαστοῦ — ἁρπαστής carried away masc gen sg ἁρπαστός carried away masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)