Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁρπάσῃ

См. также в других словарях:

  • ἁρπάση — ἅρπασις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσῃ — ἁρπάσηι , ἅρπασις fem dat sg (epic) ἁρπάζω snatch away aor subj mid 2nd sg ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσηι — ἅρπασις fem dat sg (epic) ἁρπάσῃ , ἁρπάζω snatch away aor subj mid 2nd sg ἁρπάσῃ , ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg ἁρπάσῃ , ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρί — το, Ν 1. ναυτ. α) σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται το πλοίο που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται, εσχάρα ναυπηγείου β) σκελετός ναυπηγούμενου πλοίου («η Νοτιά... δεν ήτο ικανή να τού αρπάσῃ το σκαρί του..., Παπαδ.) 2. μτφ. α) σωματική διάπλαση,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»